Κι άλλο Πούλιτζερ θα έχω να γυαλίζω. | Sounds like another Pulitzer for me to polish. |
Πρέπει να τιμώ όλα τα γενέθλια των προγόνων μου. Να γυαλίζω την πανοπλία. | I have the honor only on my ancestor's birthday to polish his armor with oil of cloves. |
Προφανώς είμαι καλός... στο να οδηγάω ένα θωρακισμένο φορτηγό με στρατιώτες στο Τικρίτ, αλλά όχι για να γυαλίζω τα πατώματα στο λύκειο Νέπτουν! | I guess I'm good enough... to drive an armored troop-transport truck through Tikrit, but not to polish the floors at Neptune high! |
-Το γυαλίζεις συχνά; | Do you keep your sword polished? |
Tank πάλι γυαλίζεις τα κύπελά σου; | Are you polishing your trophies again? |
Xρησιμεύει για να τρίβεις και να γυαλίζεις τις πέτρες. | It's called a rock blanket. It's for shaping and polishing rocks. |
Ένα πολύ καλό σετ για να γυαλίζεις μπότες. | A fine monkey suit for polishing boots. |
Έχουμε πολλά να κάνουμε, μη γυαλίζεις τραπέζια. | I know it's Friday, but there's so much to be done now, I can hardly expect you to be polishing tables. |
Αν αφήσεις παπούτσια έξω απ' την πόρτα, περνάει κάποιος και τα γυαλίζει. | Really? You know, if you leave your shoes outside the door here, somebody polishes them. |
Είμαι ο τύπος που γυαλίζει τις μπότες του πρίγκιπα. | I'm the guy who polishes the prince's boots. |
Η αντιπαλότητα είναι η διαμαντόσκονη με την οποία ο Παράδεισος γυαλίζει τα κοσμήματά του. | Adversity is the diamond dust with which heaven polishes its jewels. |
Σιδερώνει τα ρούχα του, φ τιάχνει το πρωινό του γυαλίζει το πάτωμα στο δωμάτιό του. | He irons his own clothes, makes his own breakfast, polishes the bedroom floor. |
Τα γυαλίζει. - Ψέματα! | And polishes them. |
- Που γυαλίζουμε τα έπιπλα; | - What, like furniture polish? |
Έπειτα, αρχίσαμε να τα γυαλίζουμε. | Then we began to polish them. |
Αύριο γυαλίζουμε τα ασημικά. | Tomorrow is silver-polishing day. OK? |
Ελάτε, γυαλίζουμε παπούτσια... να βοηθήσουμε, τα παλικάρια μας. | Come on people, we're having our shoes polished... To help us boys. |
Θα καταλήξουμε να γυαλίζουμε μονάδες R2. | We're going to end up polishing R2 units. |
Θα γυαλίζετε τις σέλες απ`το πρωί ως το βράδυ, όσο θα κάνω κουμάντο. | You'll polish saddle leather from dawn to dusk, longer if I'm going to ramrod this outfit. |
Και γιατί; Για να βοηθάτε αχάριστους ξένους, για άχρηστες πυρηνικές βόμβες και για να γυαλίζετε το μνημείο κάποιου άγνωστου στρατιώτη. | Aid to ungrateful foreigners... do-nothing nuclear missiles... tomb polish for some unknown soldier. |
Μπορείτε σίγουρα να μιλήσετε, καθώς γυαλίζετε; | You can surely talk as you polish? |
#Όπου γυαλίζουν τ' αστέρια | Where we polish up the stars |
- Λοχία Φέργκιουσον! - Μάλιστα, κύριε! Κράτησέ τους να γυαλίζουν τις σέλες με τα παντελόνια τους μέχρι να το πετύχουν. | You keep those men polishing the seats of their pants until they can do that turn. |
Mε τα δαχτυλάκια τους γυαλίζουν εσωτερικά τους μεταλλικούς κάλυκες. | Essential girls! Their fingers polish the insides of shell metal casings. |
Αυτοί οι άντρες πετάνε τα λεφτά τους, σαν ηλίθιοι, πιστεύοντας ότι τα κορίτσια... θέλουν πραγματικά να γυαλίζουν τις ζώνες τους με τους πισινούς τους. | These men throwing their money away, like idiots, thinking that these girls... actually want to be polishing their belt buckles with their asses. |
Δεν είναι ρομπότ να ακολουθούν στα τυφλά εντολές και να γυαλίζουν τις μπότες τους. | They're not robots blindly following orders and polishing their boots, |
- Στο κρεβάτι, τα γυάλισα. | -Under the bed. I polished them. |
To γυάλισα. - Μπoρείς να τo στείλεις; | I polished it up. |
Έβαλα το πλυντήριο σας, γυάλισα τα παπούτσια σας, | I've picked up your laundry, I've polished your shoes, |
Έρχομαι. Μόλις τα γυάλισα, δε θέλω να τα γδάρω. | Just polished these boys, don't wanna scratch them. |
Απλά της γυάλισα τις μπότες. | I just polished her boots. |
Απλά γυάλισες την επιφάνεια. | You've just polished your act. |
Δεν γυάλισες τίποτα... | - You have never polished anything... |
Δηλαδή γυάλισες τις μπότες της καθαρά από καλή θέληση; | So you just polished her boots out of pure good will? |
Τα γυάλισες. | You polished them. |
Της γυάλισες τις μπότες, ε; | You polished her boots, didn't you? |
Mετά σφoυγγάρισε τα καταστρώματα, κλείσε τις καταπακτές και γυάλισε όλα αυτά τα εξαρτήματα στo κατάστρωμα. | Then swab down the decks, box up the hatches and then l want all these fittings polished on deck. |
Έτσι, ο Μαξ έβγαλε το σαράβαλο από το γκαράζ και το γυάλισε. | So Max got that old bus down off its blocks and polished it up. |
Κάποιος το γυάλισε. | - Someone's polished it. |
Σου "γυάλισε" το σήμα | She polished your badge. |
Την πρώτη φορά που ο πατέρας σου έμεινε μαζί μου, το επόμενο πρωί έβγαλε όλα τα παπούτσια μου από την ντουλάπα και τα γυάλισε με το εσώρουχο του. | The first time your dad stayed with me, the next morning... he got all my shoes out of the closet and polished them in his underwear. |
Μόλις γυαλίσαμε το πόμολο. | We just polished the doorknob. |
Κάποιοι από μας έπρεπε να πάνε μπροστά χωρίς τα σπουδαία σχολεία. Όσο εσύ γυάλιζες το στέμμα σου, εγώ δούλευα σε εργοτάξια. | - Hey, while you were polishing your tiara, I was busting my ass on construction sites up in Minnesota. |
Το πρόσωπό μου γυάλιζε τα ξύλινα πατώματα. | My face was polishing the hardwood floors. |
Τον έριξαν αναίσθητο όταν γυάλιζε τις λαβές απ' τα όπλα του Ρόι. | He was captured and knocked out on page 1 0 while he was polishing Roy's pearl handles. |
Ήμουν στην τραπεζαρία γυαλίζοντας τα ασημικά πριν τα φυλάξω. | I was in the dining room polishing the silver before putting it away. |
Όταν ήμουν στρατό, περνούσα το μισό μου χρόνο, γυαλίζοντας τις αρβύλες μου. | When I was in the military, it seemed like I spent half my time polishing my boots. |
Η Σάρλοτ Τσαρλς ήξερε καλά από γυάλισμα. Περνούσε ώρες γυαλίζοντας χάλκινα και ασημικά αντικείμενα που είχαν οι θείες. | Charlotte charles knew a great deal about removing tarnish, for she had spent countless hours polishing her aunt's stockpile of copper,brass,and bronze cheese knives. |
Λοιπόν, σκέφτηκα να ξεκινήσεις γυαλίζοντας τις αγκράφες μου. | Well, I thought I'd start you off by polishing my belt buckles. |
Λόγω του ολισθήματος στην κρίση της Δις Άτκινς, θα περάσει την ημέρα γυαλίζοντας πόμολα. | Yes, in light of miss Atkins' recent lapses in judgment, she will spend the day polishing knobs. |
- Μόλις είχε γυαλίσει τις καμπάνες. | She just polished the bells. |
Έσπασε και εγώ το είχα φτιάξει και γυαλίσει. | It was broken, and I had it fixed and polished. How did it break? |
Αν ήταν εδώ ο Ομέρ, θα τα είχε 'γυαλίσει' όλα. | If Omer were here, he'd have polished off the lot. |
Είπα να μου "γυαλίσει το πόμολο". | I figured I'd get my knob polished. |
Θα ανέβεις πάνω και θα μας βοηθήσεις να το αδειάσουμε, ή θα κάτσεις εδώ και θα περιμένεις να γυαλίσει το "κράνος" σου? | You gonna get up in there and help us unload this, or you gonna stand around and wait for your helmet to get polished? |