Ή γρυλίζεις; | Or growling? Oh, man. |
Δε θα γρυλίζεις. | No growling. |
Θα αρχίσεις να γρυλίζεις τώρα όταν θα νευριάζεις; | Are you gonna start growling now when you're mad? Because that's gonna be hard to adjust to. |
Λίγα χρόνια ακόμα - κι αρχίζεις να γρυλίζεις. | A few years more... you begin to snarl and growl. |
Μη γρυλίζεις στους ξένους. | We do not growl at guests. I am so sorry. |
- Περίμενε! Είναι ζώο που γρυλίζει; - Ναι. | Is it an animal that grunts and growls? |
Όλο χασομεράει, γρυλίζει ή χτυπάει πράγματα. | He just mopes and growls and stomps around. |
Όσο πιο πολύ γαβγίζει και γρυλίζει το κοπρόσκυλο τόσο πιο πολύ κουνιέται και με σφίγγει. | The more the dog growls and barks, the more she presses herself against me. |
Ακόμα και στον ύπνο του γρυλίζει και βρυχάται, ανυποψίαστο για την παρουσία των καμερών. | Even in its sleep. it snarls and it growls. unaware of the presence of the cameras. |
Είναι ζώο που γρυλίζει; | Is it an animal that grunts and growls? |
- Είμαι πιο έξυπνος και πιο δυνατός από 'σένα. Και δεν θα ασχοληθώ άλλο με κάτι ανθρωπάκια σαν εσένα που γρυλίζουν. | I'm smarter than you and I'm stronger than you, and I'm through concerning myself with the growls of simpleminded, mangy little dogs. |
Όταν δουν τι είναι εκεί έξω, μερικοί επιλέγουν τα παράθυρα ενώ άλλοι, πιο φιλόξενες τρύπες όπου ο γορίλας, ή άλλα θηρία που κουβαλάμε μέσα μας, δεν εκφυλλίζονται, ούτε γρυλίζουν ούτε εκμηδενίζονται. | When they see what's out there, some choose windows and others seek more hospitable orifices where the gorilla, or other beasts we carry inside, don't bark, growl or scratch. |
Αλλά μια τρυπούλα να κάνεις εδώ και τα φρίκουλα μαζεύονται απ' έξω, γρυλίζουν και παλεύουν να μπουν μέσα. | But if you make one peep in here, then those freaks'll be lined up outside the door growling, trying to get in. |
Οι τίγρεις δεν γρυλίζουν. Μουγκρίζουν. | Tigers don't growl or roar, they chuff. |
Εγώ κι η Νόρα, ήμασταν ήμασταν μαζί και εγώ γρύλισα. | Nora and I, we... we were... being together, and I... growled. |
Μπορεί... και να της γρύλισα. | I may have... growled at her. |
Μου γρύλισε στην κουζίνα χωρίς λόγο. | He just growled at me for no good reason. I said I liked cats. |
Μου γρύλισε. | He growled at me. |
Κάποιοι μου γρύλισαν κιόλας. Όχι! | Some of them even growled at me. |
Ήταν σκοτεινά και τα σκυλιά γρύλιζαν. | It was dark and the dogs were growling. |
Και ήταν κι αυτά τα πλάσματα μούγκριζαν και γρύλιζαν κι άκουσα μια φωνή να λέει "Ζουλ". | They were growling and snarling. And there were flames, and I heard a voice say, "Zuul." |
Αρπάξτε και γρυλίστε. | Grab it and growl. |
Γι αυτό γρυλίστε και χτυπήστε τα πόδια σας. | So, growl and stomp your feet. |
'λλες περιμένουν, γρυλίζοντας, σπάζοντας. | Others hold out, growling, snapping. |
Απομόνωναν μια αγελάδα, ένα πρόβατο ή κάτι αντίστοιχο γαβγίζοντας και γρυλίζοντας αλλά όταν τελικά επιτίθονταν επικρατούσε απόλυτη ησυχία. | They'd isolate a cow or a sheep or what have you by barking and growling. But when they finally attacked, it was completely silent. |