Αλλά αν χρειάζεται να πάρω άδεια, για να μπορώ να φωτογραφίζω την φύση, τότε θα το κάνω! | I need authorization to photograph nature? - I'll get right on that. |
Δεν ξέρω γιατί, αλλά για να πολεμήσω αυτή την οδύνη... άρχισα να φωτογραφίζω τις κοινές μας αναμνήσεις. | I don't know why, to fight this anguish, I started to photograph... our common memories: |
Θα μάθω να φωτογραφίζω κι αυτά επίσης. | I will learn to photograph these things too. " |
Πληρώνομαι να φωτογραφίζω πλούσιους ανθρώπους. | I get paid to photograph rich people. |
'Οπως σου είπα, αν βαρεθείς ποτέ να φωτογραφίζεις πολέμους... δε σοβαρολογούσες, ε | Like I said, if you ever get bored photographing war. You weren't being serious, were you? |
'Οταν θα φωτογραφίζεις δεν θα κάνεις απότομες κινήσεις δε θα δείχνεις, ούτε θα κουνάς τα χέρια γιατί φοβούνται και δεν θα τους κοιτάς κατάματα γιατί θα αγριέψουν. | When you photograph, no sudden movements, stay low, no pointing or waving, that frightens them, and not too much direct eye contact, or the silverback may charge. |
- Μα σου αρέσει να φωτογραφίζεις όμορφα τοπία. | You like to photograph beautiful things, right? |
- Πρέπει να φωτογραφίζεις τα πάντα. | - She photographing everything. |
Tsukiko... Τι φωτογραφίζεις; | Tsukiko .. what are you photographing? |
3 εβδομάδες αργότερα... το επόμενο σκάφος του Καραλιόφ... φωτογραφίζει την αθέατη πλευρά της Σελήνης... που δεν έχει ξαναδεί ποτέ άνθρωπος. | Korolev's next probe photographs the far side of the moon, never before seen by man. |
Όπως ο τύπος της σχολής Καλών Τεχνών που ζωγραφίζει σημαίες απ' όλο τον κόσμο σε κώλους και μετά τους φωτογραφίζει; | What about that guy from art school the one who paints world flags on people's asses and then he photographs it? I hate that guy. |
Βασικά, ασφαλίζει τον τόπο του εγκλήματος φωτογραφίζει το πτώμα, μιλάει με τους μάρτυρες και... - ...ό,τι άλλο του πω. | Basically, secures the crime scene, photographs the body, interviews witnesses, and whatever I tell 'em to do. |
Η διοίκηση φωτογραφίζει τους κρατούμενους μόλις φτάσουν. | The administration photographs the inmates as soon as they arrive. |
Και κατόπιν φωτογραφίζει τον εαυτό της, γιατί αυτό ειναι η σφραγίδα της, αυτό την αντιπροσωπεύει, αυτη η φωτογραφία επισφραγίζει... ποιά ειναι και που κατηγοροποιείται. | And then she photographs herself, because that's her currency, that's who she is, that photo dictates who she is and where she ranks. |
Αλλά εδώ στη Λιβύη φωτογραφίζουμε τα πάντα. | But here in Libya we photograph everything. |
Βασικά τα φωτογραφίζουμε αν πρόκειται για κάποιο σπάνιο πουλί. Όπως θα κάνατε κι εσείς αν βλέπατε το Ταζ Μαχάλ. | You really want a photograph if it's a rare one, same as you would the Taj Mahal. |
Δίνουμε 300 μερίδες τη βραδιά και δεν φωτογραφίζουμε τους πελάτες. | We do 300 covers a night and we don't photograph the customers. |
Εκεί, φωτογραφίζουμε την καθεμιά από τις 50 σταγόνες νερού ξεχωριστά. | There, we take photographs of each of the 50 water drops individually. |
Και μετά φυσικά υπάρχει και η πιπεροκάμερα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα σπρέι πιπεριού και ταυτόχρονα... να φωτογραφίζουμε τους κλέφτες! | Then of course there was the Robert Axle Pepper-Cam, enabling us to pepper-spray our assailants and photograph them at the same time. |
- Τι φωτογραφίζετε; | - What do you photograph? |
Αλλά συνεχίσατε να φωτογραφίζετε. | But you did continue to photograph her? |
Γιατί φωτογραφίζετε τόσο άσχημα πράγματα? | Why do you photograph ugly things? |
Δώστε μου αυτά. Δεν μπορείτε να φωτογραφίζετε ανθρώπους έτσι. | You can't photograph people like that. |
Θα τους φωτογραφίζετε όλους, όσους μπαίνουν και βγαίνουν. | You photograph everyone coming and going. |
'Ισως δε θέλει να τη φωτογραφίζουν. | Maybe she doesn't want to be photographed. |
Tου αρέσει να τον φωτογραφίζουν, ε; | He does like being photographed. doesn't he? |
Tώρα σε φωτογραφίζουν. | Your photograph is being taken now. |
Ίσως έπρεπε να φωτογραφίζουν εσένα. | Perhaps it should be you they're photographing. |
Όμως της άρεσε να τη φωτογραφίζουν... Και στο κόσμο άρεσε να τη φωτογραφίζει, και να κάνω μικροπράγματα γι' αυτή. | But she did love to be photographed... and people loved to take pictures of her and do little things for her. |
Αλλά τη μέρα που φωτογράφισα τη Μιραμπέλα, έγινα καλλιτέχνης. | But the day I photographed mirabella, I became an artist. |
Η σφαίρα που σκότωσε τον Κέβιν ήταν πολύ ασυνήθιστη, έτσι την φωτογράφισα. | The bullet that killed Kevin was very unusual, so I photographed it. |
Λοιπόν, φωτογράφισα όλα τα κοσμήματά της στη θέση τους γιατί είναι πολύ παστρικοΘοδώρα. | SHE CONTINUES LAUGHING Right, I've photographed all her ornaments in their position because she's really house proud. |
Ναι, φωτογράφισα κάποιες απ' τις κοπέλες στο διάδρομο σε περίπτωση που... | Yes, I photographed some of the girls in the corridor in case you might... |
Πέρασα χρόνο μαζί της μετά την έπλυνα, την στέγνωσα, την ξαναέβαλα στο κρεβάτι, τη φωτογράφισα. | I spent time with her after, washed her, dried her, put her back to bed, photographed her. |
Γιατί δεν συνέβη σε όλους που φωτογράφισες; | Why not everybody you've ever photographed? |
Πόσες από αυτές ξέρουν ότι τις φωτογράφισες; | How many of these girls know they're being photographed? |
Τη φωτογράφισες; | You photographed her? |
O Χόνγκ φωτογράφισε την Σουν-Γιούνγκ καθώς δολοφονούταν. | Mr. Hong photographed the scene of Sun-young being murdered. |
Ένα δορυφόρος της ΝΑΣΑ το φωτογράφισε κατά λάθος. | A spy satellite photographed it by mistake. |
Αν ο τρόπος που σε φωτογράφισε δείχνει κάτι... | If the way he photographed you means anything, |
Νωρίς στις 6 Ιούνη, ο ορειβάτης Νοιel Odell φωτογράφισε τον Mallory και τον Irvine λίγο πριν ξεκινήσουν για το Βόρειο συνταγματάρχη. | Early on June 6th, support-climber Noel Odell photographed Mallory and Irvine as they set out from the North Col. |
Αυτά τα χαρτιά που φωτογραφίσαμε τότε στη Νέα Υόρκη, τους τρόμαξαν πολύ. | Those papers we photographed the other day in New York scared the hell out of me. |
Οταν, όμως, φωτογραφίσαμε αυτήν την ασθενή... με τη συνηθισμένη κάμερά μας... είδαμε κάτι πολύ περίεργο. | But when we photographed this patient using an ordinary camera we came across something strange. |
Την φωτογραφίσαμε. | We've photographed it. |
Και ομολογήσατε ότι, παρατηρήσατε και φωτογραφίσατε ολόκληρη την επιχείρηση... Από ένα παράθυρο ξενοδοχείου όχι πιο μακριά από ένα τετράγωνο; | By your own admission, you photographed the operation from a hotel window no closer than a block away? |
Προς ενημέρωσή σας την τελευταία εβδομάδα φωτογραφίσατε ένα μήνυμα από από τον Λονδίνο στον Πρέσβη. | Last week you photographed a dispatch from London to the Ambassador. |
Τα φωτογραφίσατε όλα; | That will be all. - You photographed everything? |
'Ισως κάτι κάτω απ' το σχέδιο όταν το φωτογράφισαν. | Probably a show-through of something... the drawing was resting on when it was photographed. |
Εξαφανίστηκαν για έξι μήνεs και τουs φωτογράφισαν στο αεροδρόμιο του Λινάτε. | Disappeared 6 months ago, photographed at Linate Airport. |
Οχι μόνο ο νούμερο 1 εχθρός του διαμένει μαζί σου... σε φωτογράφισαν κιόλας χέρι-χέρι με τον εχθρό νούμερο 2. | Not only is his enemy number one bunking down with you, but you´re photographed arm in arm with enemy number two. |
Ποτέ δεν έπιασαν ούτε φωτογράφισαν έστω κι ένα. | But not one of them was ever caught or even photographed. |
Σε φωτογράφισαν! | Hey! You were photographed! |
Είπαν ότι φωτογράφιζα κάποιο στρατιωτικό στόχο. | They said I was photographing a military subject. |
Ήταν στην αίθουσα τελετών και φωτογράφιζε τα πάντα. | Then I went to the ritual room, and he was photographing everything. |
Γιατί δεν την ανέβαζε ψηλά, οπότε και θα γινόταν αντιληπτή στο δρόμο από όσους φωτογράφιζε. | Because it wasn't up here, where she had to alert somebody on the street that she was photographing them. |
Ενώ φωτογράφιζε τον ήλιο, χτυπήσαμε πάνω σε κορμό, γλίστρησε κι έπεσε μέσα. | She was photographing the sun, then we hit a log, and she slipped and fell in |
Κι όσο φωτογράφιζε, παρατηρούσε πόσο μπορείς να πλησιάσεις τον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου, και να δημιουργήσεις την εικόνα τους. | As she was photographing, she was seeing just how close you can come into somebody's space, and make a picture of them. That tells me a lot about her. |
Φαίνεται πως ο Γουέιν φωτογράφιζε αζαλέες όταν δολοφονήθηκε η Μάρτα. | Looks like Wayne was photographing azaleas when Marta was murdered. |
Επαναλαμβάνω: Πλησιάστε εχθρικό αεροσκάφος και φωτογραφίστε το. | Approach intruder aircraft and photograph. |
Πλησιάστε εχθρικό αεροσκάφος και φωτογραφίστε το. | Approach intruder aircraft and photograph. I repeat: |
Πριν τον εξετάσω, φωτογραφίστε τον κύκλο του αγρού. | I figured before I processed the body, you'd want to photograph the crop circle. |
Αν' αυτού τρώμε φασόλια... έβαλες μπουγάδα, και πέρασες 45 λεπτά... φωτογραφίζοντας το παιχνίδι σου για πώληση. | Instead you made beans, you did your laundry, and you spent 45 minutes photographing your game genie for an eBay auction. |
Αρχίζουμε φωτογραφίζοντας και ζυγίζοντας το πτώμα. | OK, well, let's start by photographing and weighing the body. |
Αυτό... το έκανε ένας οδοκαθαριστής που πέρασε τη ζωή του φωτογραφίζοντας χιονονιφάδες. | This... was made by a street cleaner who spent his life photographing snowflakes. |
Είναι ένας σημαντικός επιστήμονας του διαστημικού σκάφους της NASA που λέγεται WMAP, το οποίο πέρασε 5 χρόνια φωτογραφίζοντας τα κοσμικά μικροκύματα υποβάθρου με πρωτοφανή λεπτομέρεια. | He's a key scientist on a NASA spacecraft called WMAP, which spent five years photographing the cosmic microwave background in unprecedented detail. |
Θέλω να πω ένας άντρας με τις ικανότητές σου να χάνει το χρόνο του φωτογραφίζοντας ανόητα φορέματα σε ανόητες γυναίκες. | I mean a man of your ability wasting his time photographing silly dresses on silly women. |
Έχω φωτογραφίσει κάθε εκατοστό αυτής της πόλης. | I've photographed every single inch of this town. |
Αυτό που μπορώ να πω είναι, ότι η Τέσα έχει φωτογραφίσει τον μισό αντρικό πληθυσμό του Μανχάταν. | Well, as far as we can tell, Tessa photographed half the men in Manhattan. |
Αυτός ο τύπος έχει φωτογραφίσει πάνω από 300 κορίτσια. | This guy has photographed over 300 women. |
Για να σε φωτογραφίσει ο Πάμπλο; | To get photographed by Pablo? |
Είναι χαράματα και με έχουν φωτογραφίσει χίλιες φορές. | It's dawn now, and they must have photographed me a thousand times. |