Δεν καταδικάζεις μόνο τον φτωχό Τεράνι, αλλά και σένα. | You're not only condemning poor Terangi, you're condemning yourself. |
Μην καταδικάζεις τον εαυτό σου Για αυτό, Κλέι. | Don't condemn yourself for that, Clay. |
-Τα καταδικάζεις. | -You condemn them. |
Μην καταδικάζεις όλα τα βιβλία χωρίς διακρίσεις, γυναίκα. | Do not condemn all books indiscriminately, woman. |
Αυτή τη σιωπή, αυτούς τους τοίχους... αυτούς τους ψίθυρους που με καταδικάζεις -- | This silence, these walls... these whisperings you condemn me to-- |
Δεν τον καταδικάζουμε εμείς. | We're not condemning him. |
Έχω δει το κακό και σωστά το καταδικάζουμε... αλλά τι κάνουμε όταν βλέπουμε το καλό; | There is innocence and guilt, that's all. I've seen the bad in them and would condemn that, and rightly too, but what do we do when we find something that is good in them? |
Και για να βεβαιωθούμε ότι Δεν θα πέσεις πάλι σε αίρεση, σε καταδικάζουμε σε ισόβια φυλάκιση, στο ψωμί και στη θλίψη, και στο νερό της θλίψης. | And to make sure that you would not fall back into heresy, we condemn you to perpetual prison, to the bread and sorrow, and the water of affliction. |
Εμείς, οι Κάρνσταϊν... σε καταδικάζουμε σε θάνατο για τις ανίερες πράξεις σου. | We, the Karnstein, condemn you to death by your sacrilegious crimes. |
Σε καταδικάζουμε, Πολωνέ... | "We condemn you ..." |
Κλείνοντας το, καταδικάζουν εμάς και τις οικογένειες μας να πεθάνουμε από πείνα | Closing it down means condemning us and our families to die of hunger. |
Η φτώχεια είναι αβάστακτη κι όμως, καταδικάζουν με αυστηρότητα όποιον επιδιώκει τον πλούτο. | It is so hard on poverty and yet it condemns with such severity the pursuit of wealth. |
Εντιμότατε, κύριε Wilroy, κυρίες και κύριοι ένορκοι, ακούσαμε πολλούς μάρτυρες να καταδικάζουν την πελάτιδά μου. | Your Honor, Mr. Wilroy, ladies and gentlemen of the jury, we have heard a lot of witnesses condemn my client. |
'λλοι υποστηρίζουν τον Σάννυ, άλλοι τον καταδικάζουν κι άλλοι θεωρούν το γάμο φάρσα και, επί λέξει, "καθαρή επιδειξιμανία". | Some in support of Sonny and his actions, others totally condemning the present events and calling the marriage a farce and, quote, "A case of sheer exhibitionism. " End quote. |
Αλλά ο Μπρουνέ, η κα Φουρέ και ο Εσπερού, γιατί σας καταδικάζουν; | But Brunet, Mrs Faure and Esperu, why do they condemn you? |
Αλλά σας διαβεβαιώνω, χωρίς αμφιβολία πως αν βρούμε το παραμικρό στοιχείο, θα καταδικάσω την Ακαδημία αβλεπί. | I can reassure you, without a doubt, that if we discover anything to support that claim, I will condemn the academy without reservation. |
να δω να κρεμάνε τον παππού μου. Εάν με σκοτώσεις, θα καταδικάσεις τον εαυτό σου. | If you kill me, you will condemn yourself. |
Η Βασίλισσα του νότου θα εγερθεί και θα καταδικάσει αυτή τη γενιά... γιατί ήρθε από μακριά για να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. | The queen of the south will condemn this generation for she came from the ends of the earth to hear Solomon's wisdom. |
Όταν πεθάνει και αυτός. Ο κόσμος θα καταδικάσει τον Guangming σαν δολοφόνο. | When he is dead the people will condemn Guangming as the assassin |
Ενώ εδώ στη Ρώμη, από τον θρόνο του Αγίου Πέτρου... θα καταδικάσουμε την ψυχή του να καεί στο πυρ το Εξώτερον. | Whereas here in Rome, from the throne of St. Peter's, we will condemn his soul to the fires of Hell. |
Οι άνθρωποι της Νινευί θα καταδικάσουν αυτή τη γενιά τη μέρα της Κρίσης, για τα δεινά του Ιωνά, τώρα που κάποιος ισχυρότερος απ' τον Ιωνά είναι ανάμεσά μας. | The men of Nineveh will condemn this generation on judgement day for they did penance to Jonah, and now one greater than Jonah is here. |
Με απέρριψαν και τους καταδίκασα σε θάνατο. | But they rejected me and I condemned them to death. |
Δε σε καταδίκασα εγώ! | You condemned me to look down! l didn't condemn you to anything! |
'Εφερα στον κόσμο ένα παιδί και το καταδίκασα σε θάνατο. | I'd given birth to him and condemned him to die. |
Τότε γιατί νιώθω σαν να καταδίκασα κάποιον σε θάνατο; | Then why do I feel like I just condemned a man to death? |
Δεν καταδίκασα κανέναν. | –I don't condemn anyone. |
Χθες καταδίκασες τους γονείς. | Yesterday you condemned parents. |
Με καταδίκασες για διαφθορά αυτού που είναι ήδη διεφθαρμένο. | You condemn me for corrupting that which is already corrupt. |
Με καταδίκασες στην Κόλαση! | You've condemned me to Hell! |
Απλά καταδίκασες το γιο του Ντάργκο σε θάνατο. | You just condemned D'Argo's son to death! |
Τους καταδίκασες. | You've condemned them. |
Τον νόμο που τον καταδίκασε αδίκως στη φυλακή; | The law that condemned him unjustly to prison? |
Είναι ξέρετε επικίνδυνο να λέγονται τέτοια πράγματα, ακόμα και για ιστορικά γεγονότα. Νομίζω ότι η Ζαν Νταρκ πέρασε από δικαστήριο, στο οποίο προέδρευε ο επίσκοπος Κοσόν, επειδή δήλωσε πως ΑΚΟΥΣΕ φωνές, και ο Κοσόν την καταδίκασε στο να καεί ζωντανή. | For that statement a bishop condemned her to be burnt alive. |
Κανένας δεν σε καταδίκασε; | Has no one condemned you? |
- Ποιος σε καταδίκασε; | Who hast condemned thee? |
τον καταδίκασε ο ίδιος ο Πιλάτος. | He's been condemned by Pilate himself. |
Συγχώρεσέ μας, Θεέ μου, που τον καταδικάσαμε... όπως και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη. | Forgive us, O God, who condemned thee and Judas Iscariot, the traitor. |
Μισό λεπτό, όλοι καταδικάσατε τον Τυρ χωρίς να γνωρίζετε. | You know, you all condemn Tyr, but you don't know. What about rhade? |