Είναι σκληρό σέ εμένα νά δικάζω τόν κόσμο, καί είναι σκληρό γιά αυτούς... νά μήν μέ.. δικάζουν. | It's hard for me to judge people and it's hard for them... not to judge me. |
Eννοώ, ποιός είναι ο λόγος να είσαι δικαστής αν δεν έχεις κανέναν να δικάζεις. | I mean, what's the use of being a judge if you ain't got no one to law? |
Toυς συλλαμβάvεις, δεv τoυς δικάζεις. | You arrest them. You don't judge them. |
Δεν ήμουν εγώ το μίσος ούτε ο δικαστής παρ'όλα αυτά με δικάζεις. | I was not the hate nor was I the judge but still you judge me. |
Είναι σαν να δικάζεις τώρα τον Honecker ή τον Pinochet... | Now judge, for example Pinochette. |
Όλοι εσείς που κάθεστε σε αυτό το τραπέζι... θα καθίσετε εδώ καθώς ο 'γιος Πέτρος σας δικάζει... Για να δει αν κερδίσατε την είσοδο στον παράδεισο. | Every one of you sitting at this table... will sit before St. Peter as he judges you... to see whether you gain entrance into heaven. |
Όταν μια ψυχή αφαιρεί την ίδια της τη ζωή, ο Μίνωας τον δικάζει σε αυτό το κύκλο. | When a soul takes its own life, Minos judges it to this circle. |
Οι ποινικοί δικαστές είναι απασχο- λημένοι με αληθινά εγκλήματα. Ο μόνος δικαστής που δικάζει πταίσματα, στην κομητεία Κλαρκ, είναι σε διακοπές. | The felony judges are busy with actual crimes, and the only judge who handles misdemeanors in Clark County on is on vacation. |
Τώρα, ο Μίνωας παντοτινά δικάζει τους καταραμένους, στέλνοντας τους στο κύκλο από κάτω. | Now, Minos forever judges the damned, sending them to their circle below. |
Φίλε μου, ο καλλίτερος δικαστής είναι αυτός που δικάζει όσο το δυνατόν λιγότερο. | My friend, the bestjudge is the one who judges as little as possible. |
Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, όμως εμείς δεν δικάζουμε. | That may be true, but we're not judge and jury. |
Δεν πρέπει να τους δικάζουμε, αλλά να τους βοηθάμε. | We mustn't judge them, but help them. |
Όταν δικάζετε, ο λαός δικάζει. | When you judge, the People judge. |
Γιατί δεν τον δικάζετε με τους δικούς σας νόμους; | Why don't you judge him according to your own laws? |
Μη με δικάζετε για τον Gary. | Don't judge me over Gary. |
Βαρέθηκα να με δικάζουν όλη την ώρα. | I am sick of being judged all the time. |
Είναι επίσης επιρρεπείς σε αρρώστιες, απουσίες, δικάζουν μόνο, και είναι ως εκ τούτου... | It's also prone to sick leave, absenteeism, judges only, and is therefore... ' |
Είναι σκληρό σέ εμένα νά δικάζω τόν κόσμο, καί είναι σκληρό γιά αυτούς... νά μήν μέ.. δικάζουν. | It's hard for me to judge people and it's hard for them... not to judge me. |
Καλύτερα να σε δικάζουν 12, παρά να σε πάνε 6. | Better to be judged by 12 than carried by six. |
Νιώθω ότι... με δικάζουν. | I feel... judged. |
Εσύ τους δίκασες, εγώ τους δίκασα, δεν έχει σημασία. | You have judged'em, I have judged'em, it doesn't matter. |
Ισχύει και για όσους δίκασα. | And that goes for everyone I judged. |
Τον δίκασα. | I judged him. |
Εσύ τους δίκασες, εγώ τους δίκασα, δεν έχει σημασία. | You have judged'em, I have judged'em, it doesn't matter. |
Με δίκασες και με βρήκες ένοχο ως δικαστής, αλλά ως δικηγόρος, θα με έβρισκες αθώο. | You judged me and found me guilty as a judge, but as a lawyer, you'd have found me innocent. |
Αφού ο Νόμος με δίκασε. | I here humbly submit to the law as the law has judged me. |
Δε μου επιτρέψατε ν'απαντήσω, δε με δικάσατε. | I've not been permitted to answer these charges. You've not judged me. |
Τον δικάσατε, δικάστε με τώρα! | You judged him, judge me now. |
Οι φύλαρχοι τον δίκασαν και τον καταδίκασαν ομόφωνα. | The tribesmen judged him, and every voice was against him. |
Θέλετε να δικάσετε κάποιον, δικάστε εμένα! | You want someone to judge, you judge me! |
Τον δικάσατε, δικάστε με τώρα! | You judged him, judge me now. |
Όποιος δικάσει με σπαθί, θα κριθεί από το σπαθί! | Who judges by the sword, will be judged by the sword! |