- Δεν πρέπει να αμελείς το καθήκον σου. | - You must not neglect your duty. |
- Πώς αμελείς έτσι την γυναίκα σου; | How could a husband neglect his wife like that? |
Αγνοείς τα παιδιά, αμελείς το σπίτι και όμως βρίσκεις ώρα ν' αφησεις το φαϊ να κρυώσει πριν το φάμε. | You ignore the children, you neglect the house, and still you find time to let the dinner get cold before you serve it. |
Αντιστρόφως, όσο την αμελείς, τόσο τείνει να εξασθενίσει. Εκτός αν ο φίλος σου τυχαίνει να είναι συγγενής σου. | Conversely, if you neglect it, it's bound to fade away, unless your friend happens to be family. |
Δεν με πειράζει που με αμελείς... αλλά για τους άλλους, το έργο έρχεται πρώτο. | I don´t mind that you neglect me... but for the others, the play comes first. |
Ένας στρατιώτης που αμελεί μια ανοιχτή κάβα..... είναι " άρρωστος ". | A soldier who neglects an open wine cellar is sick. |
Όλοι το κάνουν δική τους δουλειά να βγάλουν βρώμα, όταν μια κοπέλα αμελεί τους πιο βασικούς κανόνες της σεμνότητας. | - Everyone makes it their business when a girl neglects the commonest rules of modesty. |
Αλλά σε αμελεί. | But he neglects you, sweetheart. |
Και ανακάλυψα τον λόγο που αμελεί την Άσγκαρντ. Πες μου. | And I have discovered the reason he neglects Asgard. |
Απλά αμελούμε να επιλέγουμε σωστά. | We just neglect to chose wisely. |
Ωχ Θεέ μου, νιώθει ότι την αμελούμε. | Oh,brother, she's feeling neglected. |
Θα έπρεπε να δίνετε τη συμμετοχή σας, χωρίς να αμελείτε τα κυριότερα. | You should have done these things without neglecting the others. |
Δεν ξέρω αν απλά το αμελούν ή φταίει ο εγωισμός τους και δε με νοιάζει. | And I don't know if it's neglect or their egos getting in the way,and I don't care. |
- Αυτή τη φορά το αμέλησα. | - This time, I neglected to do that. |
Όλοι στην ενορία μου βρίσκονται σε ανάγκη κι αμέλησα αυτούς που με χρειάζονταν περισσότερο. | All these people in my parish are in need and-and and I neglected the ones who needed me the most. |
Α, ο Ντάβος, φαίνεται ότι αμέλησα να σας πληροφορήσω όταν... | Oh, Davos, seems I neglected to tip you when we... |
Δεν θα επανέρθει έγκαιρα, ήταν αυτό που αμέλησα να πω. | "Revived in time," is what I neglected to add. In time for what? |
Είχα επικεντρωθεί τόσο πολύ στον Τριάδα που αμέλησα το ποιος θα μπορούσε να ήταν το θύμα του. | I've been so focused on Trinity, I've neglected who his victim might be. |
- Ένας χρόνος, στην διάρκεια του οποίου, αμέλησες να μου πεις για τον Τζεφ Κέιν. Φύγε. | - A year in which... you neglected to tell me about Jeff Kane. |
Yπάρχει τίποτε άλλο που αμέλησες να μου πεις; | Anything else you've neglected to tell me, Detective Freamon? No, sir. |
Βάσει των όσων ξέρω για τον λαό σου, αυτών που αμέλησες να πεις στους ανθρώπους αυτού του πλανήτη, πώς ξέρεις ότι δεν θα σε προδώσω; | Given what I know about your people, what you have neglected to tell anyone else on this planet, how do you know I won't betray you? |
Θέλεις να πεις ότι ο Βικ επισκέφθηκε τη γειτονιά σου κι εσύ αμέλησες να μας ενημερώσεις. | You saying Vic is been coming around in the neighborhood and you neglected to let us know. |
Κι εσύ αμέλησες... | - And you neglected-- |
Έχω την αίσθηση ότι είναι πολλά αυτά που αμέλησε να αναφέρει ο τύπος. | I get the feeling there's a lot of things this guy neglected to mention. |
Ίσως αρκετά για κάποιον που αμέλησε να εξαργυρώσει; | maybe enough for somebody who felt ignored and neglected to cash in? |
Όμως η Φιόνα όχι μόνο αμέλησε να το κάνει αλλά προσπάθησε να σκοτώσει τη διάδοχό της. | Which Fiona not only neglected to do, she actually tried to kill her successor. |
Απ' ότι φαίνεται, ο πρεσβύτερος... Έχασε την πτήση από το Λονδίνο και αμέλησε να του το πει. | Apparently, Senior... missed his flight from London and neglected to tell him. |
Η Ειλειθύια αμέλησε να αναφέρει ότι γνώριζε | Ilithyia neglected to mention she was acquainted |
Παιδιά, ο πατέρας σας κι εγώ σας ταΐσαμε και σας ντύσαμε όμως αμελήσαμε κάτι σημαντικότερο. | Children, your father and I have fed you and clothed you but we've neglected something more important. |
Ίσως δεν έχετε γνώση του σχετικού νόμου, αλλά όποιος έχει επιχείρηση αποστολής χρημάτων πρέπει να τη δηλώνει στην κυβέρνηση, κάτι που εσείς αμελήσατε. | Perhaps you haven't had time to read the fine print of the Patriot Act, but any person operating a money transmitting business must register with the U.S. government. Something you neglected to do, Mr. Raman. |
Αθετήσατε το συμβόλαιό σας, αμελήσατε τους πιο στοιχειώδους κανόνες ασφαλείας. | You breeched your contract, neglected the most elementary safety rules. |
Απλά αμελήσατε να χρεώσετε την φρουτοσαλάτα της; | You just neglected to charge her for her fruit salad ? |
Ναι, όμως υπάρχουν δύο πράγματα που αμελήσατε να αναφέρετε. | - Yes, but there's 2 things you've neglected to mention, |
Οπότε, αμελήσατε να τον βάλετε στην αστυνομική αναφορά; | So you neglected to put it in the police report? |
Όταν έμαθα ότι ο Τζέιμς Ντύλαν πούλησε στη Ράντα Χόλινγκσγουορθ το διακανονισμό, έκανα μια βιαστική έρευνα στο ιστορικό του. Έρευνα που προφανώς οι εργοδότες του αμέλησαν να κάνουν. | When I learned that James Dylan had sold Rada Hollingsworth her viatical, I did some cursory research into his background, research his employers had apparently neglected to do. |
Επίσης αμέλησαν να πάρουν μια πολύ καλή κάμερα, παρόλο που φαίνεται ότι βούτηξαν την κάρτα μνήμης. | They also neglected to take a pretty nice camera, though it does look like they swiped the memory card. |
Ένας από τους φρουρούς αμελούσε τα καθήκοντα του. | One of the guards was neglecting his duties |
Έχετε αμελήσει τη σήμανση του εξοπλισμού και οι βαλβίδες νερού έχουν λάθος μέγεθος και χρώμα. | Evidently, you neglected to have signage on equipment... and sprinkler control valves of the prescribed size and in contrasting colors. Addressing that- a hassle, I know. |
Από την συγχώνευση και τώρα με το NFL, ίσως κάποιους να τους έχω αμελήσει. | Well, since the merger and now with the NFL, I've... I've neglected some of them. |
Γιατί ο δικομματισμός... έχει αμελήσει τις ανάγκες των φτωχών εργαζομένων. | Because the two party system... has neglected the needs of the working poor. |
Ναι, έχουμε αμελήσει να κατανοήσουμε το νόημα πίσω από την εμμονή σου. | Yes, we've neglected to understand the meaning behind your obsession. |
Το θέμα είναι ότι... θα αμελήσει να εξετάσει ένα teensy μικρό γεγονός. | Thing is... you neglected to consider one teensy little fact. |
Για να προστατέψει την δύναμη του, το Αυτοκρατορικό Δικαστήριο παρουσίασε ένα εσφαλμένο ημερολόγιο, αμελώντας τον αυτοκράτορα και τους ανθρώπους αυτού του έθνους. | To protect their power, the Imperial Court presented erroneous calendar, neglecting the Emperor and the nation's people. |