Τα 18 χρόνια που έλειπες μακριά σε έκαναν αρκετά ικανό... έτσι ώστε να ωφελείς τα κτήματα μας. Μιας και εμείς είμαστε οπισθοδρομικοί... Αλλά μην κατηγορείς εμένα για αυτό. | The 18 years you've been away should've qualified you to be of benefit to the estate, since in a great many ways we are a backward people, but don't quote me. |
"Μια καλή εμπορική συμφωνία ωφελεί όλους". | "A good business deal benefits all." |
'Εμπόριο το οποίο ωφελεί σταθερά τις δικές μας αγορές.' | Trade that invariably benefits our own markets. |
- Κύριε βουλευτή η αφροαμερικανική κοινότητα μπορεί να ξοδέψει $28 δις αλλού κι όχι σε φόρο που δεν ωφελεί ούτε 1.000 μαύρες οικογένειες. | - Surely, congressman the African-American community has better ways to spend 28 billion dollars than a tax break that benefits fewer than 1000 black families. |
Ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε ποιον ωφελεί ο θάνατός του. | Perhaps we should ask ourselves, who benefits most from his death? |
Αγνοούμε τους νόμους... που δεν μας ωφελούν. | We ignore the laws... that don't benefit us. |
Είπα ότι οι ενέργειές μου όντως σε ωφελούν. | I said that my actions *do* benefit you. |
Εγκλήματα που κανέναν δεν ωφελούν, τα οποία έναν μόνο έχουν σκοπό, Να σπείρουν φόβο και τρόμο! " | Crimes that benefit no one, whose only objective is to inspire fear and terror." |
Θα ακολουθώ τις διατάξεις που ωφελούν τους ασθενείς μου και θα απέχω απ' ότι είναι δηλητηριώδες και επιβλαβές". | I will follow that regimen which benefits my patients And abstain from whatever is deleterious and harmful. " |
Αυτή η αλλαγή στο χαρακτήρα της Aurora ωφέλησε τις σπουδές της. | This inflexion in Aurora's character benefited her studies. |
Αυτό ωφέλησε τη δική σας επιχείρηση σε μεγάλο βαθμό, έτσι δεν είναι; | That benefited your own firm greatly, did it not? |
Η πρόοδος που σημειώθηκε εδώ τους ωφέλησε ελάχιστα. | The progress made here benefited them little. |
Αυτές οι ενέργειες δεν ωφέλησαν ποτέ τον λαό. Μάλλον το αντίθετο. | These operations never benefited the public, quite the contrary. |
Οι θάνατοί τους ωφέλησαν τον εχθρό σου, Πήτερ Γιόγκοροφ. | Their deaths benefited your enemy, Peter Yogorov. |
Είδαμε ότι έχει ωφελήσει πολύ τα μέλη μας. | It has benefited our members a great deal. |
Η θέση της έχει ωφελήσει πολύ το λαό μου. | Its location there Has benefited my people greatly. Not all your people. |
Κι αυτό έχει ωφελήσει αυτή την εταιρεία για πολλά χρόνια. | And your day's work has benefited this firm for years. |
Κι ενώ η παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει μια μερίδα του κόσμου... | [continues in Spanish] While globalisation has benefited portions of the world... |