Δεν είχα χρόνο να οργανώνω πάρτυ και εκδρομές. | I had no time to organize going-away parties. |
Αυτό ακριβώς θα έλεγα για σένα από τον τρόπο που οργανώνεις. | That's exactly what I would've said about you from the way you organize. |
Δεν οργανώνεις κάτι τέτοιο μέσα σε 5 μέρες. | You don't organize something like this in five days. |
Γιατί δεν οργανώνεις λίγο τον εαυτό σου; | Why can't you get yourself organized? |
Δεν... δεν χρειάζεται... Δεν είναι δίκαιο να οργανώνεις παράνομα άτομα σε ομάδες. | you don't need to... it's not fair at you organize outlawed individuals into groups. |
Εν τω μεταξύ δεν οργανώνεις αυτές τις φωτογραφίες από την αυτοψία ώστε να τα έχουμε όλα σε μία σειρά; | Meantime, why don't you organize these autopsy photos so we can keep everything straight? |
Ξεκινήσαμε να οργανώνουμε διαδηλώσεις, με Ισραηλινούς ακτιβιστές να συμμετέχουν μαζί μας. | We begin to organize demostrations with Israeli activists joining us. |
Θα οργανώνουμε μόνοι μας τα ταξίδια. | We organize the trip by ourselves. |
Τότε εμφανίστηκαν οι Wobblies, και ξεκίνησαν από την αρχή να οργανώνουν μετανάστες, γυναίκες και Αφροαμερικανούς, παράλληλα με τους λευκούς εργάτες σε αυτό που αποκαλούσαν "μια μεγάλη ένωση". | Along come the Wobblies, and they set out from the beginning specifically to organize immigrants, women, African-Americans, alongside white workers in what they called 'one big union'. |
Αυτοί είναι που οργανώνουν την εκμετάλλευσή μας. | These directors who scientifically organize your exploitation. |
Annie. δεν οργανώνουν έρευνα αλλά ξέρω ότι η Drew δεν έχει φύγει. | Annie. They won't organize a search,... ..but I know Drew didn't get away. |
-Τα παραδέχθηκαν όλα, όλα... ότι προσλήφθηκαν να σχεδιάζουν και να οργανώνουν τρομοκρατικές ενέργειες. | -They admitted everything, everything that they are hired to plan and organize terrorist actions. |
Τον κύριο μηχανικό τον σκότωσαν αυτοί που οργανώνουν την απεργία. | The engineer was killed by those who organize the strike. |
Και εγώ θα οργανώσω, το τέλειο, πάρτι γενεθλίων. | And i will organize the ultimate birthday extravaganza, |
θα οργανώσει τα ειδικά δώρα για τα γενέθλιά σου; | Who will organize the special present for your birthday? |
Ο διευθυντής θα οργανώσει και θα διοικήσει το Νευροχειρουργικό Κέντρο, θα είναι υπεύθυνος της έρευνας στο Τμήμα Νευρολογικής χειρουργικής, ο Λι Σον Γου. | The director who will organize and operate the Neurology Center, will be the research officer of the neurological surgery department, Lee Sun Woo. |
Χωρίς τον Θεό, ποιός θα οργανώσει την κοινωνία μας? | Without God, who will organize our society? |
Εντάξει, οργάνωσα τα φάρμακα σου, προγραμμάτισα τους αριθμούς ανάγκης στο κινητό σου, κι έβαλα το πρόγραμμα στο ψυγείο. | All right, I organized your medication, I programmed the alarms on your phone, and I put the schedule on the fridge. |
- Και απλά το οργάνωσα. | - Then I had to organize it. |
Μόλις τα οργάνωσα όλα αυτά. | Hey, I just organized all that. |
Είναι μια εταιρεία που οργάνωσα για την ανάπτυξη της περιοχής της Ντακότα. | It's a corporation I organized for developing the Dakota Territories. |
Είμαι αντιπρόεδρος τού μαθητικού συμβουλίου... επικεφαλής της επιτροπής χορού, για να μην αναφέρω... πως οργάνωσα μόνη μου την καμπάνια καθαρισμού της πόλης. | I'm student council vice president, Head of the prom committee, not to mention I single-handedly organized this town's clean up campaign. |
Είπαν ότι εσύ το οργάνωσες για την συσκευή αναπνοής. Έτσι δεν είναι; | Oh, they said you organized for the breathing device, right? |
Εσύ το έκανες αυτό, μητέρα, εσύ οργάνωσες αυτό το τσίρκο | You did this, Mother. You organized this disgusting three-ring circus. |
Φοβερό. Εντυπωσιάστηκα με τον τρόπο που οργάνωσες και μάζεψες όλους τους ακόλουθούς σου. | I was impressed the way you organized and gathered all your followers. |
Οργάνωσε μας όπως οργάνωσες και την Cici. | Organize us like you organized Cici. |
Ακόμη παρά τη ρητή μου εντολή σε αντίθεση, οργάνωσες ακόμη έναν έρανο. | Yet despite my explicit order to the contrary, you organized yet another collection. |
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Λεονίντ Κούλικ, ένας σοβιετικός επιστήμονας οργάνωσε αποστολές για να προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο. | In the late 1920s L.A. Kulik, a Soviet scientist organized expeditions to try and solve the mystery. |
Όποιος οργάνωσε αυτό το μέρος πρέπει να ήταν χαζός, τεμπέλης, ή και τα δύο. | Whoever organized this place must have been stupid or lazy or both. |
Και ευχαριστώ την Ιζαμπέλ, ...που οργάνωσε αυτήν την υπέροχη έκπληξη. | And thanks to Isabelle, who organized this wonderful surprise. |
Πάρε το πιστοποιητικό, αγόρασε το φέρετρο, οργάνωσε την κηδεία, λάδωσε αν χρειαστεί. | Get the certificate, buy the coffin, organize the funeral, if anyone asks for a bribe bribe him, of course! |
Είμαι εκείνη που οργάνωσε την τρελή μυστική συνομωσία ανοίγματος των εκπαιδευόμενων. | I'm the one who organized a crazy cabal of secret cutter interns. |
Εκείνο τον χρόνο οργανώσαμε τις πρώτες μας πορείες. | Later that year, Maurice and I helped organize one of the first black voting drives. |
Χούλια... μετά τη συζήτησή μας, οργανώσαμε αυτή τη συνάντηση, για να αποφασίσουμε εάν ο Τομάς θα μείνει μαζί σου μέχρι τα τεσσερά του χρόνια. | Julia... After our talk, we organized this assessment meeting, to decide whether Tomás stays with you until he's four. |
Πριν από έξι μήνες, ο Τσαρλς, ο Γουίλιαμ κι εγώ οργανώσαμε μια αποστολή στην Τρανσυλβανία. | Six months ago, Charles, William and I organized an expedition to Transylvania. |
Το οργανώσαμε σύμφωνα με τα συμπτώματα. | We reorganized by symptom class. |
Ενα παιδί γεννήθηκε στο σπίτι μας. Και οργανώσαμε κάτι για να το γιορτάσουμε. | A child had been born in our home and we had organized a party to celebrate. |