- Ως μάνατζέρ του, επιμένω. | Well, as his business manager I would have to insist. |
Αν κάνετε το δύσκολο, λυπάμαι, αλλά πρέπει να επιμένω. | If you're going to be difficult, I'm afraid I'll have to insist. |
Βασικά, μόνο εγώ κάνω τον κόπο να γράψω να επιμένω να σταματήσεις να παίρνεις στο σπίτι μου να πεις κάτι. | In fact, I'm only taking the trouble to write to insist you stop calling my house to say nothing. |
Γιατί πρέπει να επιμένω τόσο, για να μ' εμπιστευτείς; | Why do I have to insist so much to get you to trust me? |
"Όχι, μην επιμένεις..." | "No, don`t insist" |
"Αν επιμένεις να πας σε δίκη, θα έχεις 1003 κατηγορίες." | But if you insist on going to trial we're going to put 1,003 charges on you. |
"Αφού επιμένεις, θα φύγω. " | "Since you insist, I´ll leave." |
'Aμπι, ξέρω ότι δεν ασχολείσαι με αυτά αλλά αφού επιμένεις σ'αυτήν τη δουλειά μπορείς να πάψεις να τα ονομάζεις "αγελάδες στο μαντρί"; | Abbie, I know this isn't in your line... but as long as you insisted on the job... will you stop calling them "cows in the stockyard"? |
"Αυτός επιμένει... "εγώ να... " ...σς πούμε: "να είμαι σε φόρμα". | "He insists that I be in shape." |
"Μου ραγίζει η καρδιά που δεν μπόρεσα να σε δω όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ο Δρ. Μισέλ επιμένει ότι ένα τέτοιο ταξίδι θα είναι μοιραίο." | "It breaks my heart that I have not been able to see you all these years, but Dr Michel still insists an ocean voyage could be fatal." |
"Ο Πόρτερ επιμένει πως δεν υπήρχε άντρας με κουκούλα στην παραλία..." | "Porter insists there was no hooded man on the beach, |
- Ένας κύριος επιμένει να σας δει. | - A gentleman insists on seeing you. |
"Όσο για την κατάταξη στο στρατό, επιμένουμε να`ναι και γι`αυτούς." | As for the draft, we insist upon their standing up and being counted. |
- Όχι, επιμένουμε! Ακόμα κι αν χρειαστεί να σας απαγάγουμε! | No, we insist, even if we have to kidnap you. |
- Όχι, επιμένουμε. | - No, we insist. |
"Εντάξει, αν επιμένετε". | Okay, if you insist." |
'Η, αν επιμένετε, αφρικανικές. | Or, if you insist, African. |
- Ακόμη επιμένετε ότι δεν σκοπεύατε να πυροβολήσετε;/ | - You still insist you had no intention to shoot? |
- Αν επιμένετε, διευθυντά... | If you insist, headmaster... |
"Όλοι επιμένουν να το αποκαλούν τύχη." | [Mike Narrating] People insist on calling it luck. |
"Αγαπητοί πολίτες, η μάχη μας δεν είναι με εσάς, είναι με τους ηγέτες σας, που επιμένουν για πόλεμο. | "Dear citizens, our fight is not with you. It is with your leaders who insist upon war. " |
'Ομως κάποιοι από τους πιο πιστούς φίλους του επιμένουν να του δώσω χάρη. Αυτό δεν γίνεται γιατί θα χάσω τον έλεγχο όλου του πληρώματος. | Interestingly enough, there are some of his more loyal friends... who are insisting that I grant him mercy, which, of course, I cannot do, for I would quickly lose control of the whole crew. |
'Οχι επιμένουν. | No. l insist. |
- Το γνωρίζω... και γι' αυτό επέμεινα να έρθω εδώ αυτοπροσώπως. | It was inconvenient.I know and that's why I insisted that I come here in person. |
-Επειδή επέμεινα εγώ. | - Because I insisted on it. |
Άκουσα για την κατάσταση και επέμεινα. | Honest, I heard the situation, and I insisted. |
Έβρεχε, αλλά επέμεινα ... | It was raining but I insisted... |
- Εσύ επέμεινες να έρθεις. | You're the one who insisted on coming. |
-Ναι,στο είπα 100 φορές... Αλλά εσύ επέμεινες γιατί πεινάμε, και το έκανες, αλλά με έμπλεξες και εμένα σ'αυτό! | -Yes, I've told you 100 times but you insisted as if we're starving, so you did it, but you did me in too! |
Άκουσες οτι πήγαινα και επέμεινες να έρθεις μαζί μας. | You heard I was going and you insisted on riding with us. |
Όταν πρωτοήρθες και επέμεινες να μείνεις, φοβόμουν μην είχες κανένα μυστικό σκοπό. | When you first came and insisted on staying here, I was afraid that you might have had a secret agenda. |
"ο αναψοκοκκινισμενος-Hammond επέμεινε να στρατόπεδευσουμε, "και για να, τον κανω να ευθυμισει, του διάβασα μερικές ιστορίες πριν παει για ύπνο. " | 'Blashford-Hammond insisted we made camp, 'where, to cheer him up, I read him some bedtime stories.' |
- Έβαλα τα δυνατά μου αλλά επέμεινε. | - I did my best, but she insisted. |
- Ήταν νευρικός. Φλερτάριζε με όλους, και επέμεινε να είναι απέναντι από την πόρτα. | She was flirting with everybody, and he insisted he face the door. |
- Αλλά Shevaun επέμεινε. | - but Shevaun insisted. |
Όταν επιμείναμε, για πρώτη φορά , έκανε το αγαπημένο γλυκό του Prem. | When we insisted, for the first time, she made Prem's favorite sweet. |
- Εδώ μπαίνει η ηλιθιότητά σας. Πριν μπορέσουμε να του δώσουμε ένα ακόμα ποτήρι νερό εσείς οι δύο επιμείνατε να κάνουμε μαγνητική. | Before we could give him another glass of water, you two insisted I do an MRI. |
Αλλά επιμείνατε να πάτε μέσα.. | But didn't I say that about three hours ago? But you insisted on going in there and-- |
Δεν σχεδίαζα να δω το γιο σας ξανά, μέχρι που επιμείνατε στην κουβέντα μεταξύ κοριτσιών και αρχίσατε να απειλείτε τον πατέρα μου. | I wasn't planning on seeing your son again, until you insisted on girl talk and started threatening my father. |
Εσείς επιμείνατε να έρθετε. - Σας πρoειδoπoιήσαμε να μην έρθετε. | And as for bringing you here it was you who quite contrarily insisted upon coming. |
Όταν έμαθαν όλοι πως έρχεσαι, επέμειναν να σε συναντήσουν. | When everyone heard you were coming here, they insisted on a Icoming committee. Aw. |
Γι' αυτό και ο Ηγεμόνας επέμειναν να το κρατήσουμε απόρρητο. | And so the Hegemon insisted we keep it classified. |
Δεν είχαν ηγέτη κι επέμειναν να με ακολουθήσουν. Ναι, καταλάβαμε. | They had no leader, and they insisted on following me. |
Επίσης, αυτοί οι δύο εμφανίστηκαν ξαφνικά και επέμειναν να τραγουδήσουν... | Second, these two guys showed up and insisted on singing. |
Ένα απ' τα παιδιά επέμενε ότι σε ήξερε. | One of the boys was insisting he knew you. |
Επειδή το αφεντικό του επέμενε να περάσει μέσα από το L.A. | Because his boss was insisting that he push on through to L.A. |
Ο Matias επέμενε με το λάθος. | Matias was insisting in his mistake. -Pay attention! |
Της είπα ότι δεν μπορώ, γιατί ξεκινάει το σχολείο, αλλά επέμενε. | I told her I can't come, cause' classes are again monday, but she was insisting. |
- Μπορείτε να επιμείνετε. | -Oh,you can insist. |
- και να επιμείνετε στην Μπόνι Κάρλτον. | . - and insist on Bonnie Carlton. |
Άκου νεαρέ μου, αν επιμείνετε σε θρησκευτικό γάμο, μην με υπολογίζετε. | If you insist upon a church wedding, count me out. |
Αλλά μπορείτε να επιμείνετε σε έναν αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στην υπόθεση της Miss Nyholm και σε αυτή εδώ. | But you can insist on a strict division between Miss Nyholm's case and this one. |
'Aλλο ένα μήνυμα από τον φον Κρέσενσταϊν, κύριε. Αρνείται ενισχύσεις ή άδεια εκκένωσης επιμένοντας ότι μόνο δύο ταξιαρχίες ιππικού εμπλέκονται στην επίθεση. | Another message from Von Kressenstein refusing reinforcements or permission to evacuate and insisting that only two brigades of cavalry are involved in the attack |
Forstman του επιμένοντας ότι τρέχω τα χρήματα μέσω Ελβετίας και τα νησιά Κέιμαν πριν βγει από την άλλη πλευρά. | Forstman's insisting that I run the money through Switzerland and the Caymans before it comes out on the other side. |
Έκλαιγε επιμένοντας ότι είχε δει ένα φάντασμα. | He was crying, insisting he'd seen a ghost. |
Έτσι, ο πολλαπλασιασμός των υποσχέσεων μπορεί να προληφθεί, επιμένοντας στην πραγματική καταβολή σε μετρητά ή ψηφιακά. | Thus, the multiplication of promises can be prevented , by insisting on actual payment in cash, paper or digital. |
Έπρεπε να είχα επιμείνει για πρώτες βοήθειες. | I should have insisted on getting help. |
Όταν πήρα αυτή τη δουλειά, εγώ έπρεπε να είχε επιμείνει ότι η Parker να εγκαταλείψει το δικαίωμά του να πουλήσει. | When I took this job, I should have insisted that Parker give up his right to sell. |
Ακόμη κι αν το ήξερα, θα είχα επιμείνει για επιπρόσθετη ασφάλεια. | I would have insisted on additional security. |
Αν έτσι φέρεσαι τώρα, έπρεπε να είχα επιμείνει σε πειθαρχία πολλά χρόνια πριν. | If this is how you're acting now, I should have insisted on more structure years ago. |