Ήμουν έτοιμος να αμαρτάνω. | I was ready to sin. |
Από 'δω και πέρα, θα έβαζα τα δυνατά μου για να αμαρτάνω! | From now on I would do my best to sin ! |
Βασιλίσα, ...εσύ με κάνεις να αμαρτάνω! | Vassilissa, you drive me to sin. |
Δεν θέλω ν' αμαρτάνω. | I-I don't want to sin. - I want to be devout. |
Έτσι όπως το έχω σκεφτεί, η ζωή έχει σκαμπανεβάσματα, αμαρτάνεις και σώζεσαι. | Well, the way I got it figured, you're up, you're down, you sin, you're saved. |
Όταν αμαρτάνεις, τέκνο μου, τραυματίζεις τη σχέση σου με τον Θεό. | When you sin, my child, you fracture your relationship with God. |
Απλώς προσπάθησε να μην αμαρτάνεις πάρα πολύ. | Just try not to sin too much. |
Αυτήν σχετικά με το να αμαρτάνεις δια της σιωπής | The one about sinning by silence. |
'Ομως, εκείνος που πορνεύει, αμαρτάνει ενάντια στο σώμα του! | "but he that commits fornication "sins against his own body." |
Όποιος αμαρτάνει, είναι δούλος της αμαρτίας. | Everyone who sins is a slave of sin. |
Όταν κάποιος αμαρτάνει όλοι κουβαλάμε την αμαρτία του. | When one man sins we all share his sin |
Δεν υπάρχει ο αλάνθαστος άνθρωπος... που πράττει πάντα το σωστό και δεν αμαρτάνει ποτέ. | There is not a righteous man on earth who does what is right and never sins. |
"Δεν είναι από άκαιρη περιέργεια που αμαρτάνουμε..." | "It is not from untimely curiosity that we so badly sin..." |
"Το να αμαρτάνουμε επειδή σιωπούμε ενώ θα έπρεπε να διαμαρτυρόμαστε μας κάνει...δειλούς ως ανθρώπους" | "To sin by silence, when we should protest, "makes cowards of men." |
# Γιατί καθώς εμείς συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε# | # 'Cause while us sinners sin # |
- Όλοι αμαρτάνουμε. | - We all sin. |
Απλά δεν μπορείτε να αμαρτάνετε. | You simply can't sin. |
Από τα χείλη σας σας αναγκάσουν να αμαρτάνετε, κόψτε τα, ακριβώς όπως ελήφθησαν τα χείλη αυτού του απατεώνα , ώστε να μπορεί να σωθεί η αιώνια ψυχή σας. | Since your lips compel you to sin, they should be removed, just as this deceiver's lips were taken, so that your eternal soul may be saved. |
Εσείς οι τρεις επιμένετε να αμαρτάνετε, θανάσιμα. | You three have persisted in sin, mortal sin. |
Θα αμαρτάνετε στα μάτια τoυ Κυρίoυ αν... | You sin against the Saviour if you-- |
- Αμάν, ακόμη και οι καλύτεροι από μας... αμαρτάνουν κάποια στιγμή. | - Bev, even the best of us sin once in a while. |
Όλοι οι άνθρωποι αμαρτάνουν. | All human beings sin. |
Αυτοί που αμαρτάνουν θα τιμωρηθούν. | Those who sin will be punished. |
"Γιατί αμάρτησα". | "for I have sinned." |
"Δεν αμάρτησα..." "...αλλά ζω για να υπακούω τον αφέντη μου." | 'I have not sinned... '...but I live to obey my liege lord. |
"Ευλόγησέ με, Πάτερ, γιατί αμάρτησα." | Bless me father for I have sinned. |
"Ευλόγησε μου, ο πατέρας, γιατί αμάρτησα," είναι συνήθης. | "Bless me, father, for I have sinned," is usual. |
"αμάρτησες, τώρα σήκωσε τα κιλά." | 'You've sinned, now face the blow.' |
Δεν πιστεύεις ότι αμάρτησες; | Child, don't you believe you have sinned? |
Είπες ότι αμάρτησες, ότι διέπραξες φριχτά εγκλήματα. | Quick, pull down the door! He said he has sinned, who committed terrible crimes. |
Εγώ δεν αμάρτησα, εσύ αμάρτησες. | I didn't sin, you sinned. |
Thomas, ένας άντρας χρειάζεται τον Πάπα να του πει αν αμάρτησε; | Thomas, does a man need a pope to tell him where he's sinned? |
Ότι κάποιος που αμάρτησε, μετανιώνει και αρχίζει από την αρχή. | If someone who has sinned regrets and re-starts. |
Αν αμάρτησε με μια άλλη γυναίκα , Είναι αμαρτία μου , πάρα πολύ . | If he sinned with another woman, it's my sin, too. |
Αυτή που αμάρτησε ενώπιών Σου. | She that hath sinned against thee. |
'γιε Πατέρα μας, αμαρτήσαμε. | Lord our Father, we have sinned. |
Για σας είναι τιμωρία επειδή αμαρτήσαμε; | Foryou I guess it"s punishment because we sinned? |
Διότι αμαρτήσαμε, δεν είσαι ακόμα ικανοποιημένος Θέλουν να μας εξολοθρεύσουν παντελώς! | You who punished us... and turned us over to our enemies because we have sinned against You still not happy, they want us to be completely annihilated. |
Εγώ λέω ότι είναι επειδή αμαρτήσαμε. | I say it is because we have sinned against him. |
Όχι, εσείς είστε που αμαρτήσατε. | No, it's you who have sinned. |
Αλλά αμαρτήσατε. | But you've sinned. |
". Γιατί όλοι αμάρτησαν και μακριά από τη δόξα του Θεού" | "For all have sinned and come short of the glory of God." |
Επειδή αμάρτησαν στον Κύριο... | "For they have sinned against the Lord, |
Όταν αμάρτησαν, φόρεσαν ρούχα. | When they sinned, they put on clothes. |
Αλλά η αμαρτία και η αγάπη και ο φόβος είναι απλά ήχοι, που τους ακούνε οι άνθρωποι που ποτέ, δεν αμάρτησαν ή αγάπησαν ή φοβήθηκαν. | But sin and love and fear are just sounds that people who have never sinned nor loved nor feared, have. |
Ίσως να πρέπει να τον φέρω τώρα όσο τριγυρίζει από εδώ και από εκεί αμαρτάνοντας σαν τρελός πριν καν ακόμα σκεφτεί για μεταμέλεια. | Not if I get him in the 10th hour. I guess maybe I'll just reel him in right now, while he's still running around sinning like a nun at Mardi Gras, before he even thinks of repenting. |
"Έχουμε αμαρτήσει"; | "We have sinned"? |
"Όποιος κοιτάξει μια γυναίκα με πόθο, έχει ήδη αμαρτήσει στην καρδιά του." | "He who looks at a woman with desire has already sinned in his heart". |
"Εναντίον Σου, εσένα μόνο, έχω αμαρτήσει και πράξει αυτό το κακό στη παρουσία Σου. | "Against thee, thee only, have I sinned. "And done this evil in your sight: |
'Eχω αμαρτήσει απέναντι σας. 'Eχω διαπράξει το κακό. | Against You alone, have I sinned... and done what is evil in Your sight. |