Δεν νομίζω ότι πρέπει να αμαυρώνουμε τη μνήμη της κυρίας με ντροπιαστικές λεπτομέρειες. | I don't think we need to sully the lady's memory with tawdry details. |
Τόσο επείγων ώστε να αμαυρώνετε αυτή την αίθουσα με την παρουσία της; | Urgent enough that you sully this chamber with her presence? |
Το 'ξερα ότι θα 'λεγες ότι η κόρη σου είναι ανεπρόκοπη... ότι χαράμισε το μέλλον της, κι αμαύρωσε το όνομα των Γκίλμορ. | "my daughter's a loser, poor me, the future squandered, the Gilmore name's sullied" speech. |
Πήραν την ελευθερία μου και αμαύρωσαν το καλό μου όνομα. | Took my freedom and sullied my good name. |
Έχεις αμαυρώσει τη φήμη του έθνους σου κι όλα τα δάκρυα...- | You've sullied the reputation of your nation and all the tears... |
Έχετε αμαυρώσει έναν από τους καλύτερούς μας. | You've sullied one of our best. |