- Είσαι αλλήθωρος, αλληθωρίζεις. | You're squinting. You squint. |
Ένας άγγελος στα χέρια ενός κτήνους κι εσύ ο γραφιάς αλληθωρίζεις πάνω από αρχεία και δρομολόγια! | An angel breaks on the rack of some depraved beast, but this clerk squints over his eyeshades at ledgers and timetables! |
Γιατί αλληθωρίζεις; | What are you squinting at? |
Και μην αλληθωρίζεις. | - Now don't squint your eyes. |
Μην αλληθωρίζεις! | Stop squinting! |
Εάν αλληθωρίζει, μην τον αφήσεις να διαβάσει. | If he squints, don't let him read. |
–Όταν λέει ψέματα, δεν αλληθωρίζει; | –Notice every time he lies, he squints? |
Στραβάδι. Εσείς... αλληθωρίζετε όταν ελέγχετε κάτι. | Squint.You know,you guys... you squint when you look at things. |
- Αυτά αλληθωρίζουν. | - They're squinting. |
- Το ξέρω, αλληθωρίζουν. | I know, they squint. |
Δεν αλληθωρίζουν και δεν απάντησες στην ερώτηση. | They do not go squinty and you didn't answer the question. |
Μ' αρέσει ο τρόπος που τα μάτια σου αλληθωρίζουν όταν ζηλεύεις. | I like the way your eyes go squinty when you're jealous. |
σταματώντας συνειδητά μπροστά από κάθε ζωγραφιά, γέρνοντας το κεφάλι σου δεξιά, αλληθωρίζοντας, κάνοντας βήματα πίσω για να έχεις καλύτερη οπτική. | stopping conscientiously in front of every painting, leaning your head to the right, squinting, stepping back to get a better view. |