Θα συνεισφέρω το μερίδιό μου σε φιλανθρωπίες και θα συμμετέχω σε... σε κινήσεις. | I expect to contribute my share to charities, and take part in, well in, movements. |
Προσπαθώ να συνεισφέρω Έντνα. | l'm just trying to contribute, Edna. |
- Κα Γουάιτ, θα ήθελα να συνεισφέρω 5... | Mrs. White, I'd like to contribute five- |
Περήφανος για το πρόγραμμα και περήφανος που μπόρεσα να συνεισφέρω κατά κάποιο τρόπο,και | Proud of the program and proud of what I've been able to contribute in some small way, and |
Όμως συνειδητοποίησα ότι... μπορούσα να συνεισφέρω περισσότερα ως ιδιώτης. | But I found, that I was able to contribute more as a private citizen. |
Αδελφέ, θα πρέπει κι εσύ να συνεισφέρεις σε κάτι. | Brother, you must contribute something. |
Θα μπορούσες να συνεισφέρεις και στην οδοντιατρική μου περίθαλψη; | At least contribute to my dental plan. Why? |
Εσύ έχεις κάτι να συνεισφέρεις; | You have something to contribute? |
Το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται... κι ίσως συνεισφέρεις μια στροφή. | "That the powerful play goes on, and you may contribute a verse." |
Θέλεις να συνεισφέρεις κάτι; | Would you like to contribute something to it? |
Και για κάθε δολάριο που συνεισφέρουμε, ο επισκέπτης μας δεσμεύτηκε να δώσει 10. | And for every dollar we contribute, our guest has pledged himself to give ten. |
Αα, έτσι μπορούμε να δουλεύουμε και να συνεισφέρουμε σε εράνους, αλλά να μην συμμετέχουμε για τα δικαιώματά μας; | Oh, so we can work and contribute to collections, but not stand up for our rights? |
Δεν έχουμε πολλά να συνεισφέρουμε. Ναι. | There's not much we could contribute. |
Θα συνεισφέρουμε όλοι μας... για τα έξοδα. | We've all contributed together... for the fares. |
Τι εννοείς, συνεισφέρουμε; | What do you mean, contribute? |
Ξέρω πολλούς που θα ήθελαν να συνεισφέρουν. | I know a lot of people who would be glad to contribute. |
Χρειαζόμαστε άτομα που θα υπηρετήσουν το Τάγμα μας και θα συνεισφέρουν στην ισχύ του. | We need people who will serve our order and contribute to its power. |
Μα, δεν συνεισφέρουν καθόλου οι γυναίκες των μπαλαμών; | Don't payo women contribute anything? |
Όλοι πρέπει να συνεισφέρουν. | Everybody contributes. See you later. |
Αυτά τα εξαθλιωμένα πλάσματα... δεν είναι σε θέση να συνεισφέρουν στα κρατικά ταμεία. | These wretched creatures will not contribute to the treasury. |
Εγώ, θα συνεισφέρω ένα δολλάριο. | I, for one, will contribute a dollar. |
Παρόλα αυτά, θα συνεισφέρω κι εγώ. | However,I will contribute. |
Δεν έχω κάνει τίποτα για την ομάδα μέχρι τώρα, μα υπόσχομαι πως θα συνεισφέρω! | I haven't done anything for this team as yet but I promise I will contribute! |
Αυτό θα συνεισφέρει και για τα δύο. | This will contribute to both. |
Γουόλτερ Γουάλας Πρόεδρος B.C.O.A. Είναι ζωτικής σημασίας για τις διαπραγματεύσεις να εξεταστεί το να υπάρχουν στη σύμβαση όροι οι οποίοι θα συνεισφέρουν σημαντικά στο να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα. | It is essential - be necessary for the bargaining parties to give serious consideration... to contract provisions which will contribute significantly... to increased production and productivity. |
Προσκυνητές θα συνεισφέρουν απλόχερα υπέρ του Αγίου Πέτρου. | Pilgrims will contribute generously to St. Peter's Pence. |
Οι Επιχειρήσεις Σταρκ θα συνεισφέρουν στην προσπάθεια ανοικοδόμησης. | Stark Industries will contribute to the rebuilding effort. |
- Πάλι; - Ένα καπέλο κυκλοφόρησε κι εγώ συνεισέφερα 16,47 δολάρια. | - A hat was passed, and I contributed $16.47. |
Εγώ δε συνεισέφερα τίποτα. | I contributed nothing. |
Θα συνεισέφερα κι εγώ, αλλά έδωσα όλα τα λεφτά μου στην καμπάνια του Γουέιν. | Well, I would contribute, but I gave all my money to Wayne's campaign. |
- Πόσα συνεισέφερες εσύ; | - How much did you contribute? Enough. |
Γιατί εσύ συνεισέφερες αρκετά στην κατάστασή μου. | Because you have contributed a Iot to my pathology. |
Ο κύκλος δεν μπορεί να σπάσει εκτός κι αν συμφωνήσουμε όλες να το κάνουμε και τώρα που συνεισέφερες τη δυναμή σου? | The circle can't be broken unless we all agree to unbind it and now that you've contributed your power? |
Εν ζωή, ο Γκάι Καρέλ δεν συνεισέφερε τίποτε στην Ιατρική. | In life, Guy Carrell contributed nothing to medical science. |
Είτε το ήθελες είτε όχι, το άρθρο σου συνεισέφερε στην αντικομμουνιστική υστερία. | Your article contributed to the anti-Communist hysteria. |
Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι, σαν Ισλαμιστής... είστε ο ηγέτης ο οποίος... συνεισέφερε στην τοποθέτηση βόμβας στην πρεσβεία μας. | Americans believe that you-- as an Islamic fundamentalist-- that you are a leader who contributed to the bombing of the U.S. Embassy. |
Η επίμονη έρευνά του,για να κατανοήσει αυτά τα θέματα, συνεισέφερε πολύ στον συγκερασμό Επιστήμης και Πνευματικότητας. | His hard work in understanding these subjects contributed largely to the marriage between science and spirituality. |
Αλλιώς ο νεοφερμένος θα επωφελείτο... από κάτι για το οποίο δε συνεισέφερε. | Otherwise the newcomer would profit from something he did not contribute to. |