Δεν σε νοιάζει τι πιστεύω ή τι νιώθω... αρκεί να ζεσταίνω το κρεβάτι σου. | As long as I'm there to warm your bed, you don't care what I think or how I feel. |
Θυμάμαι όταν ήταν μωρό συνήθιζα να ζεσταίνω τα ρούχα του κοντά στη φωτιά. | I remember when he was a baby and I used to warm his shirt for him in front of the fire. |
'Αρα έπα ψες να σπέρνεις χ αρά ... και να ζεσταίνεις τις καρδιές τω ν πα ιδιώ ν ό λου του κόσμου ; | So you're done spreading joy and warming the hearts of children everywhere? |
'ρχισε να τον ζεσταίνεις. | Start warming him up. |
- Δεν έμοιαζε να τη ζεσταίνεις. | Didn't look like you were getting her warmed up. |
- Μαθ, το ζεσταίνεις αυτό, σε παρακαλώ; | Math, will you warm this up, please? Sure. |
"Λάμπει μέσα από τις πράξεις, και ζεσταίνει το σύμπαν". | "It shines through your deeds, and warms the universe." |
Έλεγα σε κάποιον γι'αυτο το όμορφο φόντο, πόσο ζεσταίνει την κρύα τεχνολογία. | I was telling someone about this beautiful cover, how it warms the chill technology spreads. |
Έναν αιρετικό ήλιο που ούτε σε ζεσταίνει ούτε στεγνώνει την βροχή που σε μουσκεύει μέχρι το μεδούλι. | A heretic sun that neither warms you nor dries the rain that soaks you to the bone. |
Ό,τι σε ζεσταίνει. | You know, anything that warms you. |
- Καρδιές να ζεσταίνουμε | # Hearts to warm |
Όχι, εμείς ζεσταίνουμε τα φαγητά στο φούρνο. | No, ma'am. We warm our things up in the oven. - I see. |
Ας αρχίσουμε να τον ζεσταίνουμε. | Let's start by warming him. |
Θα χάσω τη δουλειά μου, και εγώ, εσύ και το μωρό θα ζήσουμε σε ένα βαν και θα ζεσταίνουμε τα πάμπερς του μωρού στη χαζοεξάτμηση! | I'm gonna lose my job, and you and me and the baby are going to be living in a van and we're going to have to be warming up our baby wipes on the frickin' tailpipe! |
Όσο πιο πολύ λεπταίνει ο πάγος για να αντανακλαστεί από τις ακτίνες του ήλιου τόσο πιο γρήγορα ζεσταίνετε ο ωκεανός. | The less ice there is to reflect the sun's rays the faster the ocean warms. |
Αυτός ο τύπος μόλις άρχισε να ζεσταίνετε. | This puppy's just warming up. |
Μου ζεσταίνετε την καρδιά μου αυτή τη στιγμή. | This warms the old man's heart. |
"μας κρυώνουν και μας ζεσταίνουν οι ίδιοι χειμώνες, τα ίδια καλοκαίρια. | "cooled and warmed by the same winter and summer. |
- Σου ζεσταίνουν το μυαλό; | - Keep your brains warm, do they? |
Oι επιβάτες καλό θα είναι να ζεσταίνουν ο ένας τον άλλο. | Passengers are advised to hug each other to keep warm |
Αλλά υπάρχει... υπάρχει κάτι στον τρόπο που τα κεραμικά ζεσταίνουν τα χέρια σου. | But there's... There's something about the way ceramic warms your hands that... |
- Όχι, απλώς το ζέστανα. | - No, just warmed it up. |
Δεν ζέστανα τα χέρια μου. | I haven't warmed up my hands. |
Η ζύμη τελείωσε, Λόις, την ζέστανα και την έβαλα μέσα στις τρύπες στον τοίχο. | Oh, that dough is gone, Lois. I warmed it up and put it behind those waist-high holes in the wall. |
Μπορεί να κάνει λίγο κρύο απόψε, γι' αυτό σου ζέστανα την κουβέρτα. | Now, it might get a little chilly tonight. So, I warmed up your blanket. |
- Μου ζέστανες και το κάθισμα. | You warmed the seat for me. |
- Το ζέστανες; - Ναι. | - Got her warmed? |
Ελπίζω να το ζέστανες πρώτα αυτό. | I hope you warmed that up first. |
Μου ζέστανες την καρδιά σαν τον ήλιο εσύ. | You have warmed my heart like the sun |
- Γι αυτό ζέστανε. - Ναι, αλλά τώρα συρρικνώνεται. | That's why the temperature's warmed up. |
Ένας άντρας σαν εσάς... που τον ζέστανε η αγκαλιά του κου Χερστ... ασφαλής λόγω της εμπιστοσύνης και της πίστης του σ' αυτόν... σπαταλά τον χρόνο και την ενέργειά του σ' ένα λείψανο σαν εμένα. | A man like yourself... warmed at Mr Hearst's bosom... secure in his confidence and trust... taking the time and spending the energy to persuade a relic like me. |
Καθώς αυτό μου ζέστανε την καρδιά | While that has warmed my heart, |
Και εάν μπορείς, ζέστανε τις μηχανές γρήγορα! | And if I don't get these engines warmed up soon... |
Λοιπόν, τώρα, μικρέ Raymond, για να δούμε αν σε ζεστάναμε. | Now, then, little Raymond, let's see if we've warmed you up. |
Σίγουρα την ζεστάναμε λίγο! | We sure warmed her up! |
Τον ζεστάναμε. | Got him warmed up. |
Και οι άνθρωποι την ζέσταναν με τη ζωή τους, την αγάπη και τις επιθυμίες τους. | And humanity warmed it with living, loving and desiring. |
Με ζέσταναν και προσφέρθηκαν να με πάνε σπίτι... αλλά αρνήθηκα. | They warmed me and offered to take me home... but I refused. |
Τα πρόσφατα γεγονότα μόλις και μετα βίας ζέσταναν την διάθεση μου προς εσάς. | Recent events have hardly warmed my disposition towards you. |
Η ανιψιά μου είχε καλύψει τους ώμους της μ' ένα μεταξωτό κι εγώ ζέσταινα τα δάχτυλά μου με την πίπα μου. | My niece had put a square of printed silk around her shoulders I was warming my hands on the bowl of my pipe and it was summer! |
Το ζέσταινα. | I was warming it. |
Αν ήταν σπίθα, θα ήταν μόνο και μόνο γιατί ζέσταινε το τέιζερ της. [όπλο για ηλεκτροσόκ] | If there was a spark, it's only 'cause she was warming up her taser. |
Σε σήκωσα στα χέρια, άρχισα να περπατάω πάλι και είχα την αίσθηση ότι δεν ήταν η άμμος, αλλά η γη από μόνη της που ζέσταινε τα πόδια μου | I took you in my arms, and walked again, and I had the feeling that it wasn't the dust at all, but the soil itself that was warming my feet. |
ο Κ.Μπέϊ έκανε ότι θα κάναμε όλοι, ζέσταινε τα χέρια στις τσέπες του ! | Mr. Bay was doing nothing more than what any of us would do, which was warming his shivering, and therefore, shaking hands in his pockets. |
- Έπρεπε να 'χει ζεστάνει ως τώρα. | - It should've warmed up by now. |
Έπρεπε να τα έχω ζεστάνει. | I should have warmed them. |
Έχω ζεστάνει το δοχείο. | I've warmed the pot. |
Έχω ζεστάνει το τζακούζι. | I've got the Jacuzzi all warmed up. |
Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου ζεσταίνοντας τα κρεββάτια των ρωμαϊκών λεγεώνων! | You'll spend the rest of your life, warming the bed of the entire Roman legion! |
Καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από το νησί του Τυριού μακραίνοντας τις σκιές των λουκανικόθαμνων φωτίζοντας τις κορυφές των μελόδεντρων και ζεσταίνοντας τα λιβάδια του καπνιστού σολομού εγώ, ο βαρόνος Μινχάουζεν, που είμαι ξακουστός κυρίως για το ότι λέω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια | As the sun rose over the Island of Cheese, casting long shadows through the sausage bushes, illuminating the tops of the honey trees and warming the fields of smoked salmon, - - I Baron Munchausen, who am world renowned for telling the truth, the whole truth and nothing but the truth... |