Και καθώς ο χρόνος επουλώνει τις πληγές πρέπει να αναλογιστούμε τι σήμαινε αυτή η τραγωδία, για μας ως ποιμνιο, ως κοινότητα, και ως οικογένεια. | And now, as time heals all our wounds we should reflect on what this tragedy means to us as a church as a community and as a family. |
Λένε ότι ο χρόνος επουλώνει όλες τις πληγές. | It is said that time heals all wounds. |
Ο χρόνος όμως επουλώνει τις πληγές - και κατα το Φθινόπωρο αυτό το αίσθημα της λύπης άρχισε να ξεθωριάζει. | But time heals the wounds - and by autumn the sadness began to fade away. |
Το αίμα βρικόλακα επουλώνει τραύμα από μαχαίρι, σαν να μην υπήρξε ποτέ. | Vampire blood heals a stab wound like it was never there. |
Ελάτε μαζί μας με την ελπίδα ότι ως Κοινότητα θ' αρχίσουμε να επουλώνουμε τις πληγές μας. | Join us in hopes that as a community, we can begin to heal. |
Αυτή επούλωσε τις δικές σου πληγές και αντιμετώπισε και τόσες άλλες. | She healed the wounds you and so many others dealt me. |
Αλλά μόνο ένας σκληρός, επίμονος, απαιτητικός άνθρωπος θα μπορούσε να επουλώσει τις βαθιές πληγές... που προκλήθηκαν από τις γενεές των εμφυλίων συγκρούσεων... και σφυρηλάτησε μια διαρκή ειρήνη. | But only a hard, stubborn, demanding man could have healed the deep wounds inflicted by generations of civil strife and forged a lasting peace. |
Δεν έχει ακόμα επουλώσει. | The rest probably hasn't healed yet. |
Ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στο 'βαλον... όταν πληγώθηκε στο Κάμλαν, γιά να επουλώσει τις πληγές του. | My father was taken to Avalon after he fell at Camlann, to be healed of his wounds. - Galahad: |
Το τι τρώμε, το πώς ζούμε, και το πως ακριβώς μπορούμε να δημιουργήσουμε την ασθένεια μας, Το σώμα μας μπορεί να την επουλώσει. | What we eat, how we live, and just as we may create our illness, our bodies can be healed. |