Είναι τόσο γλύκας και αθώος, ανυπομονώ να τον διαφθείρω. | He's so sweet and innocent. I can't wait to corrupt him. |
Θέλω να διαφθείρω τη νεολαία. | -That's different. I like to corrupt minors. |
Βρίσκεστε στο Βερολίνο και πρέπει να σας διαφθείρω, σωστά; | Well, mes enfants, you are like me, adrift in Berlin. I think it's my duty to corrupt you. |
- Θέλω να ελπίζω πως θα σε διαφθείρω. | - Keep hoping to corrupt you. |
Δεν θέλω να σε διαφθείρω. | I don't want to corrupt you. |
Τον διαφθείρεις. | You're corrupting him. |
Τώρα διαφθείρεις την κόρη μου. | Now you're corrupting my daughter. |
- Γιατί τη διαφθείρεις έτσι; | Why would you corrupt her like that? |
Πως τολμάς να διαφθείρεις μέλη της βασιλικής αυλής με τις μαύρες τέχνες σου; | How dare you corrupt members of my royal guard with your black arts. |
Θέλεις να με διαφθείρεις. | You wish to corrupt me. |
Οι διαταγές μας ήταν να σας διαφθείρουμε, να χαλάσουμε την εικόνα σας. | Our orders were to corrupt you, to befoul your image of yourself. |
Μπαίνουμε μέσα, και προσπαθούμε να διαφθείρουμε τις κυβερνήσεις, ώστε να δεχτούν τεράστια δάνεια που θα χρησιμεύσουν ως μόχλευση, ώστε βασικά να μας ανήκουν. | We go in, we try to corrupt governments and get them to try to accept these huge loans which we then use as leverage, to basically own them. |
Να τον διαφθείρουμε. | To corrupt him. |
Ως οικονομικός εκτελεστής, περίμενα ότι θα συνέβαινε κάτι στον Γουάμε, είτε ήταν πραξικόπημα, είτε δολοφονία, δεν ήμουν σίγουρος, αλλά σίγουρα θα έπεφτε, επειδή δεν ήθελε να διαφθαρεί, ή δε θα επέτρεπε να τον διαφθείρουμε, έτσι όπως θέλαμε. | And of course in my position as an economic hitman I was obviously expecting something to happen to Jaime, whether it be a coup or assassination I wasn't sure, but that he would be taken down because he was was not being corrupted, he would not allow himself to be corrupted the way we wanted to corrupt him. |
Δεν φοβάστε μήπως σας διαφθείρουμε όπως αν ερχόμασταν εμείς εκεί; | Aren't you worried we might corrupt you just as easily here as back home? |
Θα προσπαθήσουν να σε διαφθείρουν. | They're gonna try to corrupt you. |
Αποκηρύσσεις τις σατανικές δυνάμεις αυτού του κόσμου που διαφθείρουν και καταστρέφουν τα πλάσματα του Θεού | Do you renounce the evil powers of this world that corrupt and destroy the creatures of God? |
Ξέρετε, αυτό είναι ένα πράγμα που πρέπει να βρίσκονται σε μένα, αλλά και να διαφθείρουν τον γιο μου. | You know, it's one thing to lie to me, but to corrupt my son. |
Σχεδιάζουν να διαφθείρουν και να ελέγξουν το παρών για να αποκτήσουν το μέλλον. | Their plan... to corrupt and control the present in order to win the future. |
Τα λεφτά διαφθείρουν. | Money corrupts. |
Αν ο Λεξ βάλει την στολή, θα διαφθείρει την δύναμη της. | If Lex ever puts on that suit, he will corrupt its power. |
Ο Enrico, επειδή τον διέφθειρα με τα λεφτά μου, | Enrico, because I corrupt him with my money, |
Πίστεψες στ' αλήθεια, ότι θα διέφθειρα ένα τέτοιο πλάσμα? | Did you really think that I'd corrupt such a baby? |
Θυμάμαι μάλιστα αρκετά καλά... πώς μια όμορφη βραδιά στην έρημο διέφθειρα βρετανό πολιτικό στην υπηρεσία του σειχη. | In my memoirs, I recount... rather well, I think... how one beautiful night in the desert, I corrupted a fellow British politician into the sheik's service. |
- Όχι. Μου άρεσε πολύ που σε διέφθειρα. | I rather enjoyed corrupting you. |
Ο Mario γιατί διέφθειρα τον Enrico, | Mario because I corrupt Enrico, |
Σ' ευχαριστώ που με διέφθειρες. | Thank you for corrupting me. |
Και πολεμάω για αυτά που διέφθειρες. | And I fight for what you've corrupted. |
Σίγουρα τον διέφθειρες, του χάλασες τη σχέση με τον Θεό. | I'm sure you corrupted him, ruined his relationship with God. |
Με τρομοκράτησες και με διέφθειρες! | You've freaked me out and corrupted me! |
Που διέφθειρες την κόρη μου; | For corrupting my daughter? |
Η έρευνά μου τον διέφθειρε, πρέπει να τον σταματήσουμε, Χίρο. | My investigation has corrupted him. We have to stop him, Hiro. |
Σε διέφθειρε όταν ήσουν παιδί, διαστρέβλωσε την έννοια της ηθικής. | He corrupted you as a boy, warping your sense of morality. |
Όμως, ο Νικολάι κατάλαβε τη σκοτεινιά μέσα της που θα τη διέφθειρε κι έτσι άφησε την Τατιάνα και μαζί και την καρδιά του. | But Nikolai knew there was a darkness inside that would corrupt her, so he had to leave Tatiana and his heart behind. |
Οι μουλάδες θα πουν ότι σε διέφθειρε η Δύση. | The mullahs will say that you have been corrupted by the West. |
Νομίζω ότι διέφθειρε τη διαδικασία. | I think he corrupted the contract process. |
Γιατί τον διαφθείραμε. | Because we corrupted him. |
Ο Δημιουργός κατέστρεψε αυτό τον κόσμο διότι τον διαφθείραμε. | The Creator destroys this world because we corrupted it. |
Τον διαφθείραμε προσφέροντάς του τσάι. | Yes, to have corrupted a married man with giving him tea. |
Μήπως διαφθείραμε έναν μοναχό; | Have we just corrupted a monk? . |