Ικετεύω να διαφέρω. | I beg to differ. |
την μισούσα ωραία είναι να διαφέρεις αλλά δεν είναι ομορφιά όλοι θέλουν ομορφιά κι οι διαφορετικοί το θέλουν τόσο όμορφη δεν θα γινόμουν ποτέ | I hated her Different is nice, but not pretty, pretty is what it's about Everyone I met who was different could figure that out |
Σε τι διαφέρεις από τους άλλους... που μπορεί να κοιμηθούμε μαζί; | So what makes you so different from any other man I might want to go to bed with? |
Και γιατί να διαφέρεις εσύ; | Well, why should you be any different? |
Μπορεί αυτό να σε κάνει να διαφέρεις από όλες τις άλλες ομορφούλες εκεί έξω. | Maybe that's what makes you different from all those other pretty pennies out there. |
- Δεν διαφέρεις από εκείνον. | - You're no different from him. |
Εκεί είναι που διαφέρουμε. | That's where we differ. |
Εγώ κι εσύ διαφέρουμε. | Me and you are very different. |
Σ' αυτό διαφέρουμε, Κρίστιαν. | That's how you and I are different, Christian. |
Εκεί διαφέρουμε. | Hey, listen, that's where you and I differ. |
Δεν διαφέρουμε και πολύ. | We're not all that different. |
Είναι σαν άνθρωποι. 3 εκ. βασικά ζεύγη γονιδιώματος διαφέρουν στην πρωτεϊνική κωδικοποίηση. | Actually, three million base pairs of the genome differ in protein encodg and other functional areas. |
Οι προσωπικές αντιδράσεις στο θάνατο συζύγου διαφέρουν. Στα οικονομικά όμως, αλλάζει το πράγμα. | Personal reactions to the death of a spouse are all different, but personal finances... |
Αυτοί οι Σινθ δε διαφέρουν σωματικά από όλους τους άλλους, κι όμως, ο Έλστερ τους έδωσε συνείδηση. | These synths are physically no different to any others, and yet Elster gave them consciousness. |
Δύσκολα το καταλαβαίνεις κάποιες φορές, αλλά ο άνθρωπος και τα ζώα διαφέρουν. | It's hard to tell, sometimes, but there is a difference between a man and an animal. |
Όχι, αλλά ίσως διαφέρουν μόνο κατά μερικές μοίρες. | - No, but that might only be the difference of a few degrees. |
Η οικογένεια μου ήταν μισαλλόδοξη, εγώ όμως διέφερα. | You make you mad. I come from a biased family, but I was different. |
Θέλω να πω, τώρα που το ξανασκέφτομαι, υπήρχαν πράγματα που θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά, μόνο που, πάντα ένιωθα ότι ήμουν διέφερα από την υπόλοιπη οικογένεια πάρα πολύ. | I mean, looking back on it there were things that I could've done differently but I just always felt that I stood apart from the rest of the family so much. |
Ξαφνικά δεν διέφερα και πολύ από όλους αυτούς τους σπασίκλες που κορόιδευα. | Suddenly I was no different from all those nerds I put through hell. |
Δεν διέφερα πολύ από εσένα, όταν ήμουν νέα. | I was not so different from you when I was young. |
Νόμιζα ότι διέφερα. | I thought it was different. |
Κι εσύ δεν διέφερες. Έπρεπε κι εσύ να ξεπεράσεις τους φόβους σου. | Yeah, you weren't any different. |
Όταν σε γνώρισα, νόμισα ότι διέφερες, ήσουν ξεχωριστή. | When I met you, I thought you were different from the rest, special. |
Έλεγες πως κι εσύ διέφερες. | You told me you were different too. |
Νόμιζα ότι διέφερες. | Eliot: I thought you were different. |
Κι εγώ νόμιζα ότι διέφερες από τους υπόλοιπους, Νεντ. | Well, I guess I thought you were different from the herd, Ned. |
Οι επίθεση σ' εσένα και τη μαμά σου διέφερε. | The attacks on you and your mother were different. |
Κι αυτος δεν διέφερε σε κάτι. | And he was no different. |
Δεν διέφερε και πολύ από το Ντάγκλας... αλλά εκείνο δεν θέλησα ποτέ να το σπάσω στο ξύλο. | It didn't look that different from Douglas, but I never wanted to punch my old hometown in the face. |
Κάθε φορά που ήθελε κάτι ο Πάντι, κάποιος απ' αυτούς το έκανε... - Αλλά αυτήν τη φορά διέφερε. | You know, every time Paddy wanted something done, one of these guys did it, but this time was different. |
Η Ματίλντα είχε καταλάβει ότι διέφερε κάπως απ'την οικογένειά της. | Matilda already knew she was different from her family. |
O Henry και εγώ δεν διαφέραμε, Ακόμα και πρίν από εκείνη την νύχτα. | Henry and I were no different, even before that night. |
Πήραμε την εικόνα των δημιουργών μας, όμως διαφέραμε από αυτούς. | We took the image of our creators, yet we were far different from them. |
Μα πάντοτε διαφέραμε, πραγματικά διαφέρουμε. | But we've always been different, really different. |
Κάτι τελοσπάντων στο οποίο να διαφέραμε? | Was there something which was discernibly different? |
Αλλά όμως παρά τις διαφορές μας, ποτέ δεν διαφέραμε σε βασικά πράγματα. | But though we've had many differences, we never differed in fundamentals. |