Νομίζω ότι γεννάω. | I'm about to give birth. |
Όλες τις κακοτυχίες εσύ τις γεννάς! | You only give birth to bad luck. |
Είναι αυτός που θα αηδιάσει όταν γεννάς, ή αυτός που θα σου σκουπίζει μέτωπο και θα σου λέει ότι είσαι πανέμορφη παρά τα αηδιαστικά πράγματα που θα βγαίνουν από μέσα σου; | Is this the kinda guy who is gonna get grossed out when you give birth, or is he gonna dry your forehead and tell you you look beautiful while all that disgusting stuff is coming out of you? |
Θα απομονώσουμε ένα δωμάτιο. Θα υπάρχουν 3 ένοπλοι φρουροί εκεί μέσα μαζί μου, όταν θα γεννάς. | There'll be three armed guards in there with me when you give birth. |
Αλλά, αντίθετα από σας, γεννάμε μόνο θηλυκά παιδιά. | But unlike you, we only give birth to female children. |
Δεν γεννάμε μέσα στην σκηνή. Εκεί κοιμόμαστε με τους άνδρες μας. | women should not give birth in tents because that is where we sleep with men. |
Άκουσέ με, από εκεί που έρχομαι, είχαμε την παράδοση να γεννάμε σε μια κόκκινη σκηνή και όλες οι γυναίκες στον καταυλισμό μαζεύονταν, κραντιόντουσαν απ' τα χέρια κι έψελναν σιγανά. | Listen to me, where I come from, it was our tradition to give birth in a red tent, and all the women in the camp, they would gather, they would be holding hands and chanting softly. |
Υπάρχει η άνοιξη, που κάθε γυναίκα μένει έγκυος πίνοντας ανοιξιάτικο νερό. Παρ' όλα αυτά όμως γεννάμε μόνο κόρες. | There is a spring we get pregnant by drinking the spring water, however we give births to daughters only |
Ελάτε μαζί μας τώρα όσο γεννάμε μια νέα Γερμανία! | Join us now as we give birth to a new Germany! |
Ο 'γιος είναι δυσαρεστημένος. Όλοι λένε ότι θα γεννήσω πάλι κορίτσι. | He isn't happy, everyone says I will give birth to an girl again. |
Αφού δεν μπορώ να μπω στην οικογένεια Μιντ, θα γεννήσω έναν κληρονόμο. | If I can't marry into the Meade family, I will give birth to an heir. |
-Νομίζω θα γεννήσω. | -I will give birth. |
Αν δεν μπορώ να μπω στην οικογένεια Μιντ... θα γεννήσω έναν διάδοχο. | If i can't marry into the meade family, I will give birth to an heir. |
- Σ του παιδιού που θα γεννήσω. | - In the name of the child I will give birth. |
Σε 28 μέρες θα γεννήσεις ένα μωρό, πλήρως ανεπτυγμένο. | In 28 days you will give birth to a full-term infant. |
Σε 28 ημέρες θα γεννήσεις το παιδί. | In 28 days, you will give birth to the child. |
Πριν χτυπήσει η κατάρα, πριν η Χιονάτη να γεννήσει το παιδί της, αυτή και ο πρίγκιπας θα εισέλθουν στην ντουλάπα και θα ταξιδέψουν σε μια μακρινή χώρα, σε μια χώρα χωρίς μαγεία, όπου η Χιονάτη θα γεννήσει το παιδί της. | Before the curse strikes, before snow gives birth to her child, she and the prince will enter the wardrobe and travel to a distant land, a land without magic, where snow will give birth to her child. |
Το ωροσκόπιο της λέει ότι θα γεννήσει ένα όμορφο αγοράκι. | Her horoscope says she will give birth to a beautiful baby boy. |
Είναι αλήθεια ότι η γυναίκα μου θα γεννήσει παιδί σύντομα. | It is true my wife will give birth to a baby soon. |
Ο 'γιος Πατέρας μας θα γεννήσει παιδί! | Our Holy Father will give birth to a child. |
Όλες σχεδόν θα γεννήσουν μέσα στις επόμενες 10 ημέρες. | Nearly all will give birth within the next 10 days. |
Επειδή δε γέννησα τον Μάρκους, δε σημαίνει ότι ενδιαφέρομαι λιγότερο για εκείνον. | Just because I didn't give birth to Marcus doesn't mean I'm any less interested in his well-being. |
Εντάξει, καταλαβαίνεις ότι δεν γέννησα πραγματικά. | Okay,you realize I didn't actually give birth. |
Εγώ γέννησα τον γιο του Ντό Πάλ; | Did I give birth to Do Pal's son? |
Γιατί δεν με γέννησες; | Why didn't you give birth to me? |
Γιατί με γέννησες; | Why did you give birth to me? |
Και η αγελάδα, γέννησε; | And the cow, did she give birth? |
Όντως γέννησε. | She did give birth. |
Επειδή τον γεννήσαμε δεν σημαίνει οτι μας ανήκει. | Just because we give birth to them doesn't mean we own them. |
Τι παλιόπαιδο γεννήσαμε ο πατέρας σου και εγώ; | Why did your dad and I give birth to such a creep? |
Και τι γίνεται με τις πέτρες στα νεφρά, γιατί όταν είχα κάποτε μία αισθανόμουν σα να γεννούσα. | What about my kidney stones because when I passed one it totally felt like I was giving birth. |
Όταν γεννούσα. | When I was giving birth. |
Σαν να γεννούσε αγελάδα ήταν. | Sound like a cow was giving birth. |
Έπρεπε να γεννάς τώρα, και δε θα το ήξερα επειδή δεν τελειώσαμε τις δοκιμές. | You could be giving birth right now, and I wouldn't know because we're still not done testing the drug. |
Θα μπορούσες να γεννάς και να είναι αυτό το όνειρο. | You could be giving birth. This could be the dream. |