- (γουργουρίζει φάντασμα) | - (Ghost gurgles) |
Ποιος γουργουρίζει στα 16 του, εκτός και αν δεν εκραγεί; | Who gurgles at 1 6 unless they're gonna explode? |
Εδώ λέει ότι μου γουργουρίσατε πριν γυρίσετε πίσω τα μάτια σας, για λίγο. | It says here that you gurgled to me before you rolled your eyes back in your head, a little bit. |
Εγώ ήμουν εδώ με 2 παιδιά, το ένα εκ των οποίων γουργούριζε στα χέρια μου, και το άλλο στο Παρίσι κάτω από μία πλαστική σακούλα σε ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. | I was here with two children, one who was gurgling in my arms, the other in Paris under a plastic tent in a sterile room. |