"Η τραγωδία του να μεγαλώνεις, δεν είναι ότι γερνάς..." αλλά ότι μένεις νέος εδώ". | "The tragedy of growing old is not that you grow old, it's that you stay young in here." |
- Κι εσύ γερνάς. | - You grow old. |
- Πνεύμα, γερνάς; | Spirit, do you grow old? I do. [chuckles] |
Ένας άνθρωπος, γερνά στο μυαλό του, όχι στο σώμα του! | A man grows old in his mind, not his body. |
Όσον γερνά ένας άνθρωπος, τόσο πιο πολύ πιστεύει στη μοίρα. | As a man grows old, he begins to believe in fate. |
Καθώς η καρδιά γερνά.. | "As the heart grows older |
Μου είπε πως και οι δυο σας είστε αθάνατοι, πως δε γερνάτε. | He said that you two are immortal, that you don't grow old. |
Υποτίθεται ότι γερνάτε και πεθαίνετε αγκαλιά καθώς αναχωρεί το κρουαζιερόπλοιο. | You're supposed to grow old and die holding each other as your cruise ship slowly takes on water. |
Είναι καταθλιπτικό να βλέπεις αυτούς που νοιάζεσαι, να γερνούν, ενώ εσύ παραμένεις νέος. | It's depressing watching people you care about grow old while you stay young. |
Μα οι άλλοι θα γερνούν και θα τους παρακολουθώ να πεθαίνουν. | - But you never grow old. - But everybody else will. l´ll have to watch everyone around me die. |
Οι αδένες μου γερνούν πολύ γρήγορα. | My glands, they grow old too fast. |
Οι μόνοι άνθρωποι που γερνούν είναι αυτοί που γεννήθηκαν γέροι. | The only people who grow old were born old to begin with. |
Μα ο Προκόπιτς γερνούσε και υπέφερε από αρρώστιες. | But Prokopich was growing old and would suffer from ailments. |
Πολλοί από τους νεαρούς άνδρες είχαν γίνει κυνηγοί Και οι ηγέτες γερνούσαν. | Many of the young men had become hunters and the leaders were growing old. |
Κι ο παλιός φίλος του, ο Σώκρατες το Λιοντάρι πέρασε τις υπόλοιπες μέρες του μένοντας σπίτι του... γερνώντας και κοιτώντας ήρεμα τον ουρανό. | And his old friend Socrates the Lion spent the rest of his days staying at home and growing old, gazing peacefully into the sky. |