Το προσδιορίζω από τον αριθμό σχετικών δεδομένων που περιέχει και το προσδιορίζω από έναν παράγοντα Χ που εμπιστεύομαι εμένα και τον Γουίλ να καθορίσουμε χρησιμοποιώντας τις αθροιστικά πέντε δεκαετίες εμπειρίας μας. | I define it by the number of relevant facts it contains, and I define it by an X factor that I trust Will and myself to determine, using our combined five decades in the field. |
Αν προσδιορίσεις το είδος, προσδιορίζεις την πηγή. | Determine the species,you determine the source. |
Η ανταπόκρισή μας σου επιτρέπει να προσδιορίζεις την αλήθεια; | A response that allows you to determine truthfulness? |
Πως προσδιορίζεις το ποιός είναι καλύτερος; | How do you determine who's best? |
Είναι μια φόρμουλα για πρόωρα μωρά που προσδιορίζει τις πιθανότητες επιβίωσης. | Yeah, it's a formula for micro preemies that determines their chances of survival. |
Το κέντρο του πλοηγού τομέα είναι η κοσμοθεωρία, γιατί προσδιορίζει πως βιώνουμε όλα όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω μας. | The center of the sector navigator is worldview, because it determines how we experience everything that happens within and around us. |
- Ακόμη το προσδιορίζουμε. Χόρχε. | We're trying to determine that. |
Ελέγχουμε τις τιμές του αίματος και προσδιορίζουμε τις ενδείξεις του όγκου. | We check the blood values one more time and determine the tumour markers. |
Μέσω μιας μαθηματικής διαδικασίας προσδιορίζουμε αν επηρεάζονται από άλλα σώματα που δεν έχουν χαρτογραφηθεί. | By a mathematical process, we determine whether or not they are affected by other bodies not yet charted. |
Πώς προσδιορίζετε... | How do you determine... |
Στον κβαντικό κόσμο, τίποτα δεν προσδιορίζετε μέχρι να το δείτε. | In the quantum world, nothing is determined until you look at it. |
20 απλές ερωτήσεις που προσδιορίζουν πόσο τρελός είναι κάποιος. | 20 simple questions that will determine... just how crazy or "meshuggener" someone is. |
Αργότερα προσδιόρισα τους ιλίγγους. | Later I determined vertigos. |
Εγώ προσωπικά έκανα την αυτοψία και προσδιόρισα... την ώρα θανάτου μεταξύ 00:00 και 2:00 π.μ | I personally performed the autopsy and determined the time of death to be between midnight and 2 a. m. |
Επ' αυτού, τελείωσα τις εξετάσεις μου στις λειτουργίες των οργάνων του Γκάμπριελ και προσδιόρισα πότε έλαβε χώρα η δηλητηρίαση. | That said, I've completed my diagnostics on Gabriel's organ functions, and I've determined when the poisoning occurred-- approximately 15 days ago. |
Και χάρη στην ενδελεχή δοκιμή μου, προσδιόρισα ότι είναι η αιτία της αλλεργικής αντίδρασης του θύματος μας. | And, uh, thanks to my assiduous testing, I've determined are the cause of our victim's allergic reaction. He had a reaction to latex? |
Με βάση τις αρθρικές επιφάνειες του λαγονίου, προσδιόρισα ότι το θύμα ήταν περίπου 45 χρονών. | Based on the auricular surfaces of the ilia, I determined that the victim was in his early to mid 40s. |
Άλεξ, προσδιόρισες τη διαφορά που θα κάνει η νέα διαδρομή; | - Yes, Dan. Have you determined the difference in ETAs with and without our correction? |
Αλλά πάνω στο σώμα, αυτά εδώ τα λευκά σημάδια... ορίζουν το μέγεθος των μυγών πάνω στο πλάσμα, κάτι που προσδιόρισε την κλίμακα. | But on the body, these white objects here really define the size of flies on the creature, which then determined a scale. This creature was very small. |
Είναι ίδιο με αυτό που προσδιόρισε η σήμανση ότι σκοτώθηκε ο Τομ. | That's the same make that forensic services determined was used to kill Thom Murnane. |
Εξετάζοντας την κινούμενη σκιά από μια κάθετη ράβδο προσδιόρισε με ακρίβεια τα μήκη του χρόνου και των εποχών. | By examining the moving shadow cast by a vertical stick he determined accurately the lengths of the year and seasons. |
Η σήμανση τις προσδιόρισε να είναι τύπου M43s. | CSU determined them to be type M43s. |
Κυβερνήτη, η έρευνα στο σύστημα Ράνα προσδιόρισε ότι η δύναμη που επιτέθηκε στον πλανήτη δεν είναι πλέον παρούσα. | Captain, a search of the Ranian System has determined that the force that attacked this planet is no longer present. |
Κι επίσης προσδιορίσαμε το μοντέλο του φακού που χρησιμοποιήθηκε. | And, also, we finally determined the exact make and model of the flashlight used to murder your son. |
Το μόνο που προσδιορίσαμε είναι ότι δεν πρόκειται για φακό. | All we've determined is that it's not his flashlight. |
προσδιορίσαμε ότι εσύ και η ομάδα σου είχατε σημαντική επαφή με τον Βάτραχο την μέρα που πέθανε εκείνο το πρωί υπήρξε νωρίτερα μια άλλη προσπάθεια εναντίον του | We have determined you and your team ? contact with bomb On the day he died. |
Όπως προσδιορίσατε, τους επιτέθηκε μια γυναίκα ή κάτι που έμοιαζε... με γυναίκα. | As you determined, they were attacked by a woman or something that looked - like a woman. |
Και οι εγκληματολόγοι τους προσδιόρισαν ότι ο θάνατος της γυναίκας επήλθε 18 χρόνια πριν από πυροβολισμό στο στήθος προερχόμενο από περίστροφο 9 χιλ. ίδιο με αυτό του Ντέιμον. | And their forensics expert determined that the woman died 18 years ago from a gunshot wound to the chest from a 9-millimeter handgun, same as Daemon. |
Ίσο ποσό 1.500 λιρετών, προσαρμοσμένες για συνάλλαγμα σωστό, διότι 4.000 τόνοι αποκτήθηκαν για προσδιορίστε το τελικό κόστος σε ιταλικές λιρέτες χωρίς εε; | An even 1500 liras, adjusted for currency, correct because 400 tons have been acquired for... determine the total cost in italian liras without... huh? |
- Δεν το έχουν προσδιορίσει αυτό ακόμη. | They haven't determined that yet. |
- Δεν το έχω προσδιορίσει ακόμα. | Yet to be determined. |
Έχουμε ήδη προσδιορίσει ότι είναι πάρα πολλοί φρουροί για εμάς. | We've already determined there are too many guards for us. |
Έχουμε προσδιορίσει αν η κατάστασή του είναι αναστρέψιμη; | Have we determined yet if the condition is reversible? |
Έχουμε προσδιορίσει ότι η κάτω γνάθος χτυπήθηκε από τη δεξιά πλευρά, περίπου 5,6 εκατοστά από τον κόνδυλο. | Uh, we've determined that the mandible was struck on the right side, approximately 5.6 centimeters from the condyle. |