"Η μητέρα μ' έμαθε να πνίγω" είναι το μότο αυτού του κοριτσιού. | ''Mother taught me to smother,'' is this girl's motto. |
- ΟΧΙ! Με πνίγεις. | - No, you're smothering me. |
Προσπαθούσα να πω ότι με πνίγεις. | l was trying to say that you're smothering me. |
Επειδή με πνίγεις, Λίντα. | Because you're smothering me, Linda. |
- Κατά κάποιον τρόπο με πνίγεις. | You're kinda smothering me. With love. |
Μη με πνίγεις μ' αυτό, βάλε το στα πόδια μου. | Don't smother me with it, put it over my knees! |
Επί της παρούσης θα μιμηθώ τον ήλιο που επιτρέπει στα χαμερπή μολυσμένα σύννεφα να πνίγουν την ομορφιά του από τον κόσμο. Αλλά όταν θέλει να γίνει πάλι ο εαυτός του, ακριβώς επειδή έχει λείψει, γίνεται ακόμα πιο επιθυμητός, καθώς ξετρυπώνει από τα άθλια κι άσχημα σταγονίδια των υδρατμών που φαίνονταν να τον στραγγαλίζουν. | Yet herein will I imitate the sun, who doth permit the base contagious clouds to smother up his beauty from the world, that, when he please again to be himself, being wanted, he may be more wondered at, |
Δεν θέλω οι άνθρωποι να με πνίγουν με... συμπονετικά, λυπημένα βλέμματα. | I don't need people smothering me with... sympathy, poor-him, puppy-dog looks. |
Παιδιά που τα πνίγουν παιδιά που τα καίνε παιδιά που τα πετούν από γέφυρες παιδιά που τα δέρνουν γιατί μοιάζουν πολύ στις μανάδες τους ή τα πνίγουν για να μην τα πάρει ο μπαμπάς τους... | Children smothered. Children burned. Children thrown from bridges. |
Τα πνίγουν στη ζάχαρη. | They smother those things in sugar. |
Αυτά εκτελέσεις χρησιμεύσει ως μήνυμα ότι Ρώμης θα πνίξουν κάθε φλόγα που καίει κατά της κυριαρχίας του. | These executions serve as message that Rome will smother any flame that burns against its rule. |
Φοβόμουν τι θα έκανε όταν μάθαινε ότι έπνιξα τον γιο μας. | l was afraid of what he'd do when he saw l'd smothered our son. |
Τον έπνιξα με ένα πιαστράκι της κουζίνας... και τότε, ο Στιβ κι εγώ σκεφτήκαμε την απαγωγή. | I smothered him with a pot holder. And that's when Steve and I came up with the kidnap story. |
Τον έπνιξα μ' ένα μαξιλάρι μέχρι που πέθανε. | Then I smothered him with a pillow and held him down until he stopped moving. |
Καταλαβαίνεις; Οπότε αν νιώθεις ότι σας εγκατέλειψα, ή ότι σας έπνιξα ή οτιδήποτε... | So maybe if you feel like I smothered you or... abandoned you or something like that... |
Όταν πήρες ένα μαξιλάρι και έπνιξες τον γέρο Βασιλιά Ερρίκο. | When you took a pillow and you smothered old King Henry. |
Οπότε τον έπνιξες. | So, you smothered him? |
-Εγώ; Εσύ τον έπνιξες. | You're the one that's always smothering him. |
Μπήκες κρυφά στο δωμάτιο που κοιμόταν η Μελίντα και την έπνιξες για τα καλά. | You snuck into the room Melinda was sleeping, and you smothered her good. |
Επομένως δεν μπορεί να την έπνιξες. | So you can't have smothered her. |
Μπέβερλυ Αν Κλόυ, εργαζόμενη ως νοσοκόμα τα τελευταία 27 χρόνια έπνιξε 14 ασθενείς της σήμερα το πρωί. | Beverly Ann Cloy, a registered nurse for the past 27 years, smothered 14 of her patients this morning. |
Τον πνίξαμε με το μαξιλάρι του. | We smothered him with his own pillow. |