Γιατί κάποτε θα σου ανήκει η εταιρεία.. και τίποτα δεν προσδίδει περισσότερο κύρος σε κάποιον, από το ακίνητο. | Because, uh, one day you will own the company and nothing confers more respectability on someone than property. |
Ισπανών αξιωματούχων οι οποίοι συνήθως συνοδεύουν... τον Ελ Καουντίγιο στις επίσημες τελετές... εκπαιδεύονται εντατικά για να αποκτήσουν... μια κίνηση που προσδίδει αρμονία... και πειθαρχία στις κινήσεις τους. | El Caudillo in official ceremonies, are submitted to rigorous training to achieve a mobility which confers harmony and discipline to their movements. |
- Το ότι κουβαλούσα το παιδί οι πόνοι της γέννας, το τάισμα του, η συνεχής φροντίδα του όλα αυτά δεν προσδίδουν μια μεγαλύ- τερη αξία, από την πατρική ιδιοκτησία; | Does not the carrying of a child, the pangs of birth, the feeding, the constant care, confer a status greater than receptacle of a father's issue? |