Παρακινούμενη από φτηνά πάθη τα οποία ωφελούσαν μόνο να πληγώνω την ίδια μου την καρδιά. | Moved by base passions which served only to wound my own heart. |
'Ω, με πληγώνεις. | Ooooh, you wound me. |
- Μάντι, με πληγώνεις. | - Maddie, you wound me. |
- Με πληγώνεις, καπετάνιε μου. | - You wound me, mon capitaine. [SNAPS] |
- Πόσο με πληγώνεις με τις προσβολές σου. | - How you wound me with your insults. |
Έχεις μάθει πώς να εκθέτεις τις απόψεις σου χωρίς να πληγώνεις κανένα. | You've learned how to set forth your views without wounding anyone. |
"Και όταν σε τυλίξουν τα φτερά της, να ενδώσεις, ακόμη κι αν το ξίφος το κρυμμένο μέσα στο φτέρωμά της πληγώνει την καρδιά σου. " | "And when its wings enfold you, yield, though the sword hidden among its pinions wounds your heart." |
"ακόμη κι αν το ξίφος το κρυμμένο μέσα στο φτέρωμά της πληγώνει την καρδιά σου. " | "And when its wings enfold you, yield, though the sword hidden among its pinions wounds your heart." |
"και όταν σε τυλίξουν τα φτερά της, να ενδώσεις, ακόμη κι αν το ξίφος το κρυμμένο μέσα στο φτέρωμά της πληγώνει την καρδιά σου. " | "and when its wings enfold you, yield, though the sword hidden among its pinions wounds your heart." |
- Αυτό με πληγώνει. | Well, that wounds me. |
- Η έκπληξή σου με πληγώνει. | - Your surprise wounds me. |
Fraulein Spockenkieker, γιατί με πληγώνετε έτσι. | Fraulein Spockenkieker, you have wounded to me the quick. |
Με πληγώνετε, κύριε. | You wound me, sir. |
Όχι περισσότερο απ' ό,τι τον πλήγωσα εγώ. | No more than I wounded him. |
Γλεντούσα με τον εχθρό μου, όταν με πλήγωσαν. Και πλήγωσα κι εγώ. | I have been feasting with mine enemy, where on a sudden one hath wounded me that's by me wounded. |
Κι έχει μια ξεχωριστή καρδιά, κι εγώ την πλήγωσα. | And he's got a special soul, and l've wounded it! |
Μην μου πεις ότι πραγματικά πλήγωσα την υπερηφάνεια σου. | Don't tell me I've actually wounded your pride. |
Πετώντας αυτή την πολυθρόνα στα σκουπίδια, πλήγωσα τον πατέρα μου. | By putting this chair into the trash, I have wounded my father. |
- Κατάκαρδα με πλήγωσες. | - You have wounded me to the heart. |
- Την πλήγωσες; | - You wounded her? |
Αν δεν με πλήγωσες ως τώρα, δεν θα το κάνεις ποτέ. | No. If you haven't wounded me by now, I guess I'm impervious, Anne. |
Με πλήγωσες πρώτη, Μέριλιν. | The point is... You wounded me first, Marylin. |
Με πλήγωσες, Νίκολας, με πλήγωσες. | I'm wounded, Nicholas, I am wounded. |
- Λέει ψέματα Εξομολογήτρια, αυτός μόνο το πλήγωσε, το δικό μου βέλος το σκότωσε. | He's lying, confessor. He only wounded the creature. It was my arrow that killed it. |
Ένας από τους τοξότες τον πλήγωσε. | One of my archers wounded him. |
Ήταν περήφανος άντρας και όλο αυτό τον πλήγωσε. | He was a proud man and all that wounded him. |
Ό,τι και να λες, αυτό το κορίτσι σε πλήγωσε πολύ βαθιά. | You say whatever you want, but I can see this girl wounded you badly. |
Αν ο Ντομ τον πλήγωσε πριν τον απαγάγουν, μπορεί να σημαίνει ότι το αίμα που βρήκαμε στο αμάξι δεν ήταν του Ντομ. | If Dom wounded him before being abducted, it could mean that the blood we found in the car wasn't Dom's. |
Ίσως... πληγώσαμε πολύ βαθιά ο ένας τον άλλον. | Perhaps we have... wounded each other too deeply. |
Είναι περήφανος άντρας και τον πληγώσαμε. | He's a proud man and we've wounded him. |
Με πληγώσατε βαθειά. | You've wounded me to the heart. |
Με πληγώσατε! | I am wounded! |
Γλεντούσα με τον εχθρό μου, όταν με πλήγωσαν. Και πλήγωσα κι εγώ. | I have been feasting with mine enemy, where on a sudden one hath wounded me that's by me wounded. |
Μου έσωσε τη ζωή όταν οι στρατιώτες με πλήγωσαν. | He gave me life again when the soldiers wounded me. |
Οι πράξεις σου με πλήγωσαν μέσα μου, που είναι δύσκολο αφού ο στόχος των ασκήσεών μου είναι να "δυναμώσει" η ψυχή μου. | 'Cause your actions wounded me to my core, which is not easy since the bulk of my workouts are focused on core strengthening. |
Τα αγκάθια της ζωής τον πλήγωσαν βαθιά... έτσι στηρίχτηκε στην τέχνη του... ακόμα κι όταν η πόρτα από την οποία περνούσε ήταν κλειστή. | The thorns of life had wounded him deeply... so he held fast to his art... even when the gate through which it entered was shut. |
Παρόλο που ήταν αφοσιωμένος στην Ρωξάνη οι επισκέψεις του Αλέξανδρου στην σκηνή της αραίωσαν αφού πέρασαν ένα, ύστερα δύο χρόνια χωρίς διάδοχο πληγώνοντας την μεγάλη του υπερηφάνεια. Λέγεται ότι ο Δίας αλυσόδεσε τον Προμηθέα εκεί πάνω. | Although devoted to Roxane Alexander's visits to her tent diminished as a year, then two, went by without a successor wounding Alexander's great pride. |
- Δε θα θέλει να την πληγώσει. | Their union is so close. She won't want her to be wounded. |
Έχεις πληγώσει τον πράκτορα Κρόφορντ. | You have wounded Agent Crawford. |
Αυτός ο ποταπός εγκληματίας που τόσο πολύ μας έχει πληγώσει, θα πέσει από σπαθί στην αρένα! | The base criminal that has so wounded us Shall be executed ad gladium! |
Η αγάπη μας Η ομορφιά της έχει πληγώσει την καρδιά μου | Our love its beauty las wounded my leart |
Η μικρή μέλισσα τον είχε πληγώσει πιο βαθιά απ' ό,τι θα τον πλήγωνε οποιοσδήποτε άλλος. | The little bee had wounded him more deeply than anyone else could ever have done. |