Δεν θα λιποθυμήσεις μόλις αρχίσω να πριονίζω; | You're not going to faint when I begin to saw? |
- Σταμάτα να πριονίζεις. | - Stop sawing! - Timber! |
Ακούγεται λες και πριονίζεις δέντρο. | They sound like two guys sawing a sequoia. |
Απλά όταν μπω μέσα, άρχισε να πριονίζεις. | Now, all you have to do is when I get in here, you just saw away. |
Δεν πριονίζεις τον Μάρτιν; | Why don't you saw Martin in half? |
Δεν υπάρχει τίποτα αδύναμο στο να κρατάς μια γυναίκα και να πριονίζεις τους μύες τους τένοντες στο λαιμό της ενώ σε κοιτάει στα μάτια με κομμένο το λαρύγγι, πασχίζοντας να αναπνεύσει. | There's nothing weak about holding down a woman and sawing through the muscles, the tendons, in her neck, all while she's looking up at you with her windpipe cut, trying to breathe. |
Εντάξει, το πριονίζουμε. | All right, saw it off. |
Θα πριονίζουμε όλη νύχτα. | We're gonna be sawing all night. Come on. |
Αρχίσατε να πριονίζετε ασθενείς για να κάνετε χώρο σε νέα "παγωτά". | Just sawing up patients to make room for a new popsicle? |
Η Μάντελαϊν σας έπιασε να πριονίζετε ασθενείς και απείλησε να σας καταδώσει. | Madeline caught you sawing into patients and threatened to turn you in. |
Κι ενόσω θα πριονίζετε, θα βγάλω μια μικρή ομιλία. | And while you're sawing, I'll give a little speech. |
Μην πριονίζετε με τα χέρια τον αέρα. | Do not saw the air too with your hand, thus. |
Έρχονται διάφοροι και πριονίζουν τα σήματα με το στοπ. | People comin' around sawing' off stop signs. |
Κυριολεκτικά πριονίζουν ένα παράδεισο | They are literally chainsawing paradise |
Μετά πήγαν για δείπνο, γύρισαν, και άρχισαν να πριονίζουν ξανά... | Then came to dinner, had returned and sawed again.. |
Ο Sam κι εγώ φτιάξαμε ένα κουτί που μπαίνεις μέσα και σε πριονίζουν Να προσέχεις όταν πας για ύπνο. | Sammy and I built a saw-a-girl-in-half box, so just be careful on your way to bed. |
Οι Αμερικανοί πριονίζουν πιέζοντας, ενώ οι Ιάπωνες τραβώντας. | American saw cuts on the push stroke. Japanese saw cuts on the pull stroke. |
Ήξερες ότι ήθελα να κρεμαστώ και πριόνισες το δοκάρι! | You knew I'd hang myself and you sawed the beam! - Admit it! |
Είπες ότι πριόνισες τα άκρα της. | You said you sawed off the limbs. |
'ρα πέθανε από έμφραγμα, κάποιος του πριόνισε το κεφάλι, ύστερα το ξανακόλλησε, μέσα σε 30". | - Yeah. So basically, he died of a heart attack, somebody crept up behind him, sawed his head off... and then glued it back on all in the space of 30 seconds. |
Simon πριόνισε στο μισό στην Περσία. | Simon sawed in half in persia. |
Έρικ, κάποιος πριόνισε το λεβιεδάκι του φλας. | Eric, somebody sawed off the tilt lever here. |
Ήθελε να ξέρει αν το ίδιο της το αίμα πριόνισε τις σανίδες και έβαλε τα καρφιά. | She wanted to know it were her own blood sawed the boards and drove the nails. |
Κάποιος πριόνισε το σωληνάκι των φρένων σου. | Somebody sawed through your brake line. |
Κάναμε μεγάλη ανακατασκευή πριονίσαμε μερικά κόκαλα διαλύσαμε μερικούς χόνδρους... | We did major reconstruction sawed through some bone, snapped some cartilage. |
Με πριόνισαν... | And sawed.. |
Μου άρεσε που μου πριόνισαν το κρανίο και έκοψαν ένα κομμάτι από το μυαλό μου. | I liked having my skull sawed open and a chunk of my brain carved out. |
Τι... Του πριόνισαν την κορυφή του κεφαλιού του. | What... they sawed off the top of his head. |
Το πριόνισαν πολύ προσεχτικά. | It was very carefully sawed. |
Τον τραβούσανε για μια ώρα αλλά δεν το είχαν ξανακάνει, και αυτός δεν διαμελίστηκε μέχρι που πριόνισαν τους ώμους και τους γλουτούς του. | They pulled at him for an hour but they'd never done it before, and he wouldn't until they sawed through his shoulders and hips. |
σαν να πριόνιζε ένα δέντρο. | He kept moving back and forth, like he was sawing down a tree. |
'lσως δωροδοκήσουμε κάποιον μάγο να την πριονίσει στα δύο. | Maybe we can bribe one of the magicians to get her sawed in half. |
Θα έπρεπε να σε πριονίσει στην μέση μες το κουτί, θα έπαιρνες το μάθημά σου! | He should have sawed you in half in that box, that would have taught you. |
Κάποιος είχε πριονίσει το σκαλί. | Someone sawed through the rung. And you think... |
Λέγανε ότι είχες πριονίσει τη σκάλα. | People said you sawed through the ladder. |