Θεωρούσα ότι είχα τις ευλογίες σας να πράττω έτσι. | I thought I had your blessing to do so. |
Η τροφή μου είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που μ'έστειλε... και να ολοκληρώσω το έργο Του που με έστειλε να κάνω. | My food is to obey the will of the one who sent me... and to finish the work he gave me to do. |
Γνώρισα σ'αυτούς το όνομά σου και θα συνεχίσω να το πράττω... για να περάσει μέσα τους η αγάπη που έχεις για μένα... και για να είμαι κι εγώ μέσα τους. | I made you known to them, and I will continue to do so... in order that the love you have for me may be in them... and so that I also may be in them. |
Μου δόθηκε η δύναμη να πράττω το έργο του Θεού... να θεραπεύω τους αρρώστους, να τους ανασταίνω. | I have been given the power to do God's work... to heal the sick, to raise them. |
Απλώς, εγώ δε συνηθίζω να πράττω έτσι. | It's just... not the way I'm used to doing things. |
Αν πράττεις το καλό, το θέλημά σου είναι και δικό Του. | When you do good, your will is His will. |
Μά θά στοχάζομαι όλα τά έργα Σου, καί θά όμολογώ όσα πράττεις. | But I will meditate also of all thy works... and talk of thy doings. |
Ξέρεις, δεν έχεις το μονοπώλιο στο να πράττεις το σωστό. | You don't have a monopoly on doing the right thing. |
Επειδή πιστεύεις ότι πράττεις το σωστό.. | Because you think you're doing the right thing. |
Η πλάνη είναι ότι πιστεύουμε ότι το να είσαι καλός σημαίνει να πράττεις καλά. | The fallacy is believing that being good means doing well. |
Στην Πολωνία δεν ρωτάμε, πράττουμε! | In Poland we do not ask. We do! |
Και πρέπει να τον κάνουμε ν' αντιληφθεί ότι πράττουμε δίκαια. | And we must be perceived to do right by him. |
Κάνουμε μαλακίες εάν πράττουμε παρορμητικά.. | We do stupid things when we don't think. |
Το σωστό πράττουμε. | We are doing it the right way. |
Το να πιστεύουμε ότι ένα άτομο είναι αυτό που νομίζουμε ότι είναι... και το να υπερασπιζόμαστε αυτή την εμπι- στοσύνη μέχρι αποδείξεως του εναντίον... πέρα από μια λογική αμφιβολία ότι δεν πρέπει πλέον να πράττουμε έτσι. | Trusting that a person is who we think they are and defending that trust until we're given proof beyond a reasonable doubt that we should no longer do so. |
Υπάρχουν εκείνοι που μιλάνε και εκείνοι που πράττουν. | You've got your talkers and you've got your doers. |
Ήταν εκεί για να πράττουν και να πεθαίνουν. | Theirs but to do and die: |
Έτσι πράττουν οι Κύλωνες. | It's what Cylons do. |
"Το κακό που πράττουν οι άνθρωποι..." Πώς το είπαμε, γαμπρέ; | But "the evil that men do..." How does that go, groom? |
Δεν ξέρω τι κάνω πάντα είχα άλλους να πράττουν για μένα. | I don't know what I'm doing. I've always had others to do for me. |
"Η 6η Σ τρατιά θα πράξει το ιστο- ρικό χρέος της, μέχρις ενός!" | "The Sixth Army will do its historic duty at Stalingrad until the last man." |
Εγώ λέω, ότι πρέπει να έχουμε πίστη πως ο επίσκοπος Ντόνοβαν, θα πράξει σωστά. | Well, I think we should have faith that Bishop Donovan will do the right thing. |
Το τμήμα θα πράξει όπως πιστεύει πως είναι δίκαιο. | The department will do what it feels is right. |
Κοιτάξτε, κ. Βαν Κερτιέ, συμφωνήσαμε να σας περιθάλψουμε και να σας προστατέψουμε, το οποίο και θα πράξουμε στο μέγιστο των δυνατοτήτων μας. | Look, Miss Van Cartier, we have agreed to conceal and protect you, which we will do to the best of our ability. |