Προτιμώ να τον θηλάζω η ίδια. | I prefer to nurse the child myself. |
Ο κόσμος στο γραφείο νιώθει λιγάκι άβολα που θηλάζεις τον Ντόνοβαν σε αυτή την ηλικία. | do they know breast milk boosts the immune system, it's loaded with vitamins, and in the third world, it's not unusual to nurse babies up to the age of 6? |
Το ξέρεις ότι δεν κάνει να θηλάζεις αν παίρνεις αντικαταθλιπτικά χάπια. | You do realize you're not supposed to nurse if you're taking anti-depressants. |
Τον θηλάζεις; | You nurse? |
Όταν θηλάζει, την αγχώνουν τα χεράκια του που ακουμπούν στο δέρμα της. | When she nurses, his little hands on her skin make her anxious. I've seen it firsthand. |
Είναι άγρια όταν θηλάζει. | Oh, she's fierce when she nurses. |
Δεν θηλάζουν οι μητέρες τα μωρά τους; | Don't mothers nurse their babies? -Sometimes. |
Θα κρατήσω αυτό το μικρό πίθηκο, τον θηλάζουν, τον αναθρέψει σαν τη δική μου, μαζί με το μωρό νοσοκόμα 7:00-3:00. | I'll keep this little monkey, breast-feed him, raise him as my own, along with the baby nurse from 7:00 to 3:00. |
Οι αρσενικοί αρουραίοι δεν θηλάζουν. | Male rats can't nurse. |
Οι πληροφορίες στο DNA, η γενετική πληροφορία περιλαμβάνουν το πώς να θηλάζουν πώς να μετατρέπουν την γαρίδα σε λίπος πώς να κρατάνε την αναπνοή τους σε μια βουτιά ενός χιλιομέτρου κάτω από την επιφάνεια. | The information in the DNA, the genetic information includes how to nurse how to convert shrimp into blubber how to hold your breath on a dive one kilometer below the surface. |
Τα μικρά δεν αναγνωρίζουν τις μητέρες, έτσι θηλάζουν από οποιαδήποτε διαθέσιμο θηλυκό. | Its young really don't seem to imprint on the mothers, so they nurse from many available lactating females. |
- Πρέπει να σου θυμίσω, Σερ Ρόλαντ, πως θήλασα τον γιό σου, Γουίλιαμ, όταν κόντεψε να πεθάνει από πυρετό; | - Need I remind you, Sir Roland, I nursed your son William when he nearly died of fever. |
Κράτησα το σκατό στο γραφείο μου, το θήλασα, το τάισα βυζάκι, και γρήγορα το έκανε δυνατό. | I kept the crap in my office, nursed it, fed it biddy. And soon biddy made him strong. |
Λοιπόν, το ζενίθ μου ήταν που θήλασα τον Σπένσερ, και μετά που εγώ βύζαξα από την Λία. | Well, my high was breastfeeding Spencer and being nursed by Leah. |
Ξέρετε, θήλασα δυο παιδιά. Να μου λείπουν αυτά τα εκνευριστικά κλισέ. | I have nursed two babies and I don't need these irritating clichés. |
Αυτά δεν είναι τα στήθη με τα οποία μας θήλασες. | Those are not the same breasts you nursed us with. |
Ευτυχώς μια τυφλοπόντικας-μητέρα με θήλασε σαν να ήμουν παιδί της μέχρι να γίνω αρκετά δυνατός για να συνεχίσω. | Thankfully, a mother mole nursed me as her own until I was strong enough to continue. |
Με την τύχη που έχω, θα με περιμένει στο διάδρομο με τις αντλίες θηλασμού για να μου πει ότι θήλασε όλα τα παιδιά της ώσπου να γίνουν 27. | Thanks. With my luck, she'll be waiting for me in the breast pump aisle so she can tell me how she nursed all of her kids until they're 27. |
Ερχόταν και με έβγαζε φωτογραφίες, όταν θήλαζα. | He used to come in and take pictures of me when I was nursing. |
Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που με κοιτάζει τώρα είναι ακριβώς όπως όταν τη θήλαζα. | The truth is, the way she looks now, It's exactly the way she looked when I was nursing her. |
Την κρατούσα και την θήλαζα και είχα την τηλεόραση ανοιχτή και είχε αυτές τις εκπομπές που δεν βλέπεις ποτέ, αν βλέπεις τηλεόραση μόνο τη μέρα. Αυτές που σου λένε πώς να φτιάξεις ένα ψυγείο. | I was nursing her,and I left the tv on, and there were all these infomercials that you would never see if you only watch tv during the day-- all these infomercials about how to become a refrigerator repairman. |
Την τελευταία φορά που είδα τα δικά σου θήλαζα. | Last time I saw yours, I was nursing. |
Οπότε ένιωθες σημαντική όταν θήλαζες. | So you felt important When you were nursing. |
Ανάθεμα, η μαμά μου ήταν μεθυσμένη όταν με θήλαζε. | Hell, my mama was drunk when I was nursing. |
Κι η Ιζαμπέλα θήλαζε εσένα. | And Isabella, that she was nursing you. |
Το επόμενο που ξέρω, είναι ότι η μητέρα σου σε θήλαζε. | Next thing I knew, your mother was nursing you. |
- Πρέπει να θηλάσει. | - She's gonna need to be nursed. |