Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Θηλιάζω (nurse) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
θηλιάζω
θηλιάζεις
θηλιάζει
θηλιάζουμε
θηλιάζετε
θηλιάζουν
Future tense
θα θηλιάσω
θα θηλιάσεις
θα θηλιάσει
θα θηλιάσουμε
θα θηλιάσετε
θα θηλιάσουν
Aorist past tense
θήλιασα
θήλιασες
θήλιασε
θηλιάσαμε
θηλιάσατε
θήλιασαν
Past cont. tense
θήλιαζα
θήλιαζες
θήλιαζε
θηλιάζαμε
θηλιάζατε
θήλιαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
θήλιαζε
θηλιάζετε
Perfective imperative mood
θήλιασε
θηλιάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

θελιάζω
admire
θηκιάζω
enact
θυσιάζω
sacrifice
ξυλιάζω
scratch oneself
ρελιάζω
border
σαλιάζω
snore
σολιάζω
shock
φελιάζω
poison
φωλιάζω
nest
χιλιάζω
ordain
χολιάζω
pale

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'nurse':

None found.