Πήτερ, δεν ηρεμείς λίγο; | Peter, could you calm down? |
Δεν ηρεμείς ποτέ; | Don't you ever calm down? |
- Μην ηρεμείς. | Don't calm down. |
Πρέπει να μάθεις να ηρεμείς. | You've got to learn to calm down. |
Όταν τρομάζεις, τα συναισθήματα του φόβου σε κατακλύουν... αλλά όταν συνηδειτοποιείς τί ήταν αυτό που σε τρόμαξε, ηρεμείς. | Now, when you're frightened, your emotions of being frightened take over, but then your cognitive brain recognizes really quickly what it is that's frightening you and you calm down immediately. |
Γιατί δεν ηρεμούμε, όλοι τώρα και... | Why do not you calm down All now? |
Κοιτάξτε, γιατί απλά δεν ηρεμούμε όλοι; | Look, why don't we all just calm down? |
Γιατί δεν ηρεμούμε... και να πάρουμε αυτόν τον κουβά με λεμόνια... και να φτιάξουμε λεμονάδα; | Well, why don't we just calm down and take this bucket of lemons and make lemonade out of it? |
Εντάξει άκουσε γιατί απλά δεν ηρεμούμε λίγο, εντάξει; | All right, listen, why don't we all calm down here, OK? |
Αλλά τελικά, ηρεμούν και προχωρούν πιο αργά. | But eventually, they calm down and get slower. |
Όταν οι μέλισσες βλέπουν καπνό, νομίζουν ότι είναι φωτιά και ηρεμούν. | When bees see smoke, they think it's fire then they calm down. |
Αυτά τα πράγματα ποτέ δεν ηρεμούν! | These things never calm down! |
Πάντα ηρεμούν... και τελικά, πεθαίνουν από γηρατειά. | They always calm down, and eventually, they die of old age. |
Έτσι ηρεμούν ενώ τα υπόλοιπα είναι ασφαλή. | This lets them calm down. Keeps the other kids safe. |
Ο Προβέντζα θα ηρεμήσει μόλις αποδεχτεί ότι δεν πρόκειται να διοικήσει τα Μ. Ε. | Provenza will calm down once he accepts he was never going to run Major Crimes. |
Ο πατέρας σου θα ηρεμήσει σύντομα. | Your father will calm down soon. |
Να δω το κεφάλι σου, θα το περιποιηθώ και θα ηρεμήσουμε μαζί. | Show me your head. I will take care of that and we will calm down together. |
Τα πράγματα θα ηρεμήσουν ξανά. | Things will calm down again. |
Όταν θα κερδίσουμε τον πόλεμο, τα πάντα θα ηρεμήσουν. | When we've won the war against Stalin, everything will calm down again. |
Αν κρεμάσουμε σύντομα τον Γκάρλαντ, θα ηρεμήσουν όλοι. | The sooner we noose Garland, the sooner everyone will calm down. |
Είμαι εδώ επτά χρόνια, κι ακόμη δεν ηρέμησες. | I've been here for seven years, and you still wont calm down. |
Ήταν ωραίο που ηρέμησες το φίλο σου. | It was nice that you were able to calm down the lynsjestemninga there. |
Ρόντνεϋ, ηρέμησε. | Rodney, calm down. |
- Τζέιν, ηρέμησε. | Jane, calm down. |
Τζόνι, ηρέμησε. | You trained me yourself. Joanie, calm down. |
Clyde, ηρέμησε. | Clyde, calm down. |
- Απλά ηρέμησε, εντάξει; | - Just calm down, okay? |
Ο Ντερκ χάθηκε! Όταν ηρεμήσαμε τη Νάταλι, μας εξήγησε ότι κάτι φρικτό συνέβη στον Ντερκ. | derek is gone.... when we got natalie to calm down she explained something terrible happend to dirk |