Ας πούμε , ότι εκπέμπεις ... μια ισχυρότερη γοητεία από ό, τι νομίζεις ... | Let's say, it's just that you emit... a stronger charm than you think... |
Αν φανταστείς πώς θαναι αυτά εκπέμπεις τις αντίστοιχες συχνότητες με συνεχείς ρυθμούς. | if you imagine what that looks like you're emitting that frequency on a consistent basis. |
Όλοι εκπέμπουμε χαμηλά επίπεδα μιας ιδιαίτερα εξωτικής μορφής ραδιενέργειας. | We're all emitting low levels of a particularly exotic form of radiation. |
Αν το έκανα σωστά, τότε εκπέμπουμε ένα μόνιμο σήμα κινδύνου | If 1 did it right, then we're emitting a constant distress signal. |
Οι φάλαινες εκπέμπουν έναν δυνατό ήχο χαμηλής συχνότητας, σαν σόναρ, και ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. | - How? The whales are emitting an intense low-frequency pulse, like a sonar, as well as an EM field. |
Οι Φερένγκι εκπέμπουν παλμό. | Captain, the Ferengi are emitting a graviton pulse. |
Μπορώ να συνδεθώ στο δίκτυο και να δω αν εκπέμπουν ακόμη όμως οι χάρτες των περιοχών εκτός του οχυρού μπερδεύουν ακόμη κι εμένα. | I can log onto the grid, see if they're still emitting, but the maps for the territories outside the fortress are confusing, even to me. |
Όταν οι ακρίδες γίνονται σμήνος, εκπέμπουν ένα ενεργειακό κύμα ώστε να μην πέφτουν η μια πάνω στην άλλη. | When locusts swarm, they emit an energy wave to avoid crashing into each other. |
Μόλις ρυθμίσουμε τις γεννήτριες να εκπέμπουν πολυφασικές συχνότητες θα ενεργοποιηθούν τα πλέγματα ασφαλείας. | Once we modify our field generator to emit multiphasic frequencies, it will power the security grids on both ships. |
Όση ενέργεια θα εκπέμψει ο Ήλιος σε όλη, την 10 δισεκατομμυρίων ετών ζωή του. | As much energy as the Sun will emit in its entire ten billion year life time. |
Μόλις βγει, η άκατος θα εκπέμψει σήμα έκτακτης ανάγκης. | Once out, the shuttle pod will emit an emergency beacon. |
Όταν ενεργοποιηθεί, η συσκευή θα εκπέμψει ένα τοπικό εκρηκτικό κύμα θορύβου στη δέλτα-μπάντα και θ'αχρηστεύσει στιγμιαία τον Σκοτεινό. | When activated, the device will emit a localized blast of delta-band noise to momentarily disable the Dark One. |
Βάλε το σωλήνα στο στόμα σου, πίεσέ τον και θα εκπέμψει... μια ακτίνα λέϊζερ που κόβει και ατσάλι. | Put the tube in your mouth, and squeeze and it will emit a laser beam... powerful enough to cut steel. |
Ευχαριστούμε που δίνετε στη Tech-Sky την ευκαιρία να συζητήσει μαζί σας σχετικά με την μικρό-δορυφορική τεχνολογία. Στην κατεύθυνσή σου, ο προβολέας θα εκπέμψει ένα μεγάλης έντασης παλλόμενο φως στροβοσκοπίων που λάμπει στην ίδια συχνότητα όπως τα ανθρώπινα κύματα εγκεφάλου, αποτελεσματικά καθιστώντας τους στόχους ασυναίσθητους. | At your direction, the projector will emit a high intensity pulse strobe light that flashes at the same frequency as human brain waves, effectively rendering the targets unconscious. |
Μια αστρική έκρηξη που εξέπεμψε στροβιλιζόμενες μάζες μοριακών σωματιδίων και αερίων. | A stellar explosion emitting a swirling mass of molecular particles and gasses. |
Ακόμη και μια μικρή ποσότητα του ασταθούς στοιχείου στο οποίο δουλεύουν... εξέπεμψε παλμό ενέργειας... πολύ μεγαλύτερο απ' όσο θα πίστευα ποτέ πως είναι δυνατόν... πολύ μεγαλύτερο κι από εμπλουτισμένα με Νάκουαντα όπλα. | A very small amount of the unstable element they're working with emitted a pulse of energy far greater than anything I've ever believed possible - much more than weapons- grade naqahdah would have. |
Το σκάφος των Μποργκ εξέπεμψε έναν υψηλής ενέργειας παλμό ταχυονίων ακριβώς πριν δούμε την υποδιαστημική παραμόρφωση. | The Borg ship emitted a high-energy tachyon pulse just before we saw the subspace distortion. |
Όταν το πλησιάσαμε, εξέπεμψε έναν ισχυρό παλμό βερτερονίων. | When we approached it, it emitted a massive verteron pulse. |