Ξέρεις ότι δεν μου δίνουν αρκετό χαρτζιλίκι για να δωροδοκώ τους υπηρέτες μου; | They don't even give me enough pocket money to bribe my servants. |
Γιατί δεν δωροδοκείς αυτόν τον αεροπόρο... ώστε να την πάει έξω από την χώρα; | Why don't you bribe that aviator fellow... to take her out of the state? |
- Με δωροδοκείς; | - Are you trying to bribe me? |
Θα ξέρεις και πώς να δωροδοκείς ένορκο, κι ας μην το'χεις κάνει. | You probably know how to bribe a jury too; don't you? |
Mε δωροδοκείς; | You're offering me a bribe? |
Και αν είναι έγκλημα να δωροδοκείς δικαστή τότε, μάρτυς μου ο Θεός, σε λίγο θα είμαι ένοχος και γι' αυτό. | And if it's a crime to bribe a jury... then so help me... I'll soon be guilty of that! |
Δεν είναι σωστό να δωροδοκούμε. | It's wrong to take bribes. |
- Κοιτάξτε, υποτίθεται ότι βρίσκουμε το σωστό Ουκρανό, τον δωροδοκούμε για να μας φέρει δηλητήριο. | - Look, suppose we find the right Ukrainian, we bribe him to bring us poison. |
Για να δωροδοκούμε την Ένωση Σκαφών. | For bribes to the Spacing Guild. |
Σύντομα δεν θα έχουμε αρκετά να δωροδοκούμε. | Sooner or later our bribes to the Guild won't be enough to protect us. |
Άκουσε, πρώτα απ' όλα, δεν δωροδοκούμε. | First of all, I don't take bribes. |
Για να τους πω με τον δικό τους τρόπο, που είναι ο μόνος, που καταλαβαίνουν, ότι δεν μπορούν να εξαγοράζουν, να δωροδοκούν και να απειλούν, με τον τρόπο που έκαναν και σε μένα! | To let them know in the only kind of terms that their kind understand is that they can't buy, bribe or threaten their way out of what they did to me! |
-Πατέρα... κάποιες οικογένειες σε δωροδοκούν για να μείνουν έξω από την κλήρωση; | - Father... do some families pay bribes to stay out of the lottery? |
Προτιμώ να παραιτηθώ, παρά να με δωροδοκούν. | I'd rather quit than accept bribes. |
Είναι τρομεροί αυτοί οι άνθρωποι. Πρώτα μας δωροδοκούν και μετά μας δίνουν τα σχέδιά τους. Και χρεώνουν 12.50 δολλάρια τέσσερα μικρά γλυκά. | First they bribe us to keep our mouths shut... then they hand us a complete copy of their plans... and if that isn't bad enough, they got the nerve to charge $1 2.50... for four tiny little pancakes. |
Οσοι δωροδοκούν και εξαπατούν, θα ανέβουν ψηλά. | Those who understand bribery, swindle and cheat to move up in the world. |
Υποθέτω ότι η μάνα μου θα δωροδοκήσει για να με πάρουν σε καλή θέση. | I guess my mom will bribe my way into somewhere decent. |
Κάποια μέρα, οι αυλικοί σου θα δωροδοκήσουν τους ανθρώπους μου, όπως έκανες κι εσύ, και τότε θα δώσω τη διαταγή. | One day, your lords will bribe my men, as you did, and I will give the order. |
'λλοι από εμάς θα δωροδοκήσουν τουλάχιστον τέσσερις φρουρούς. | Others of us will bribe at least four guards. |
Οτι δήθεν δωροδόκησα τον Σουάν να σκοτώσει τη γυναίκα μου για να... | Apparently, I bribed Swan to murder my wife so that... Correct me if I go wrong, Mark. |
Έτσι δωροδόκησα τον ρεσεψιονίστ για να μου δώσει αντίγραφό τους. | So I bribed the desk clerk into letting me copy her phone messages. |
Το πήρα από έναν φρουρό που δωροδόκησα. | I got this off a guard that I bribed inside. |
Όχι, αλλά δωροδόκησα ένα μέλος του πληρώματος. | No, but I was curious so I bribed one of his crew members. |
Τους διέταξε να με εκτελέσουν αλλά δωροδόκησα έναν φρουρό να με βάλει σε άκατο. | He ordered them to execute me, but l bribed one of the guards to get me to a shuttle. |
Ζητώ συγνώμη, δεν δωροδόκησες τον φύλακα. | I have to apologize, you didn't bribe the jailer. |
Ποιον δωροδόκησες για τη βίζα; | Who did you bribe for your visa? |
Τώρα με δωροδόκησες. | OK, I'm bribed. |
Πώς δωροδόκησες τον φύλακα να φέρει το μήνυμα; | How did you bribe the jailer to bring me your message? |
Φοβάμαι ότι δωροδόκησες κάποιον για το τίποτα. | Afraid you bribed someone in preprocessing for nothing: |
- Μου είπες ότι σε δωροδόκησε. | - You told me he bribed you. |
- Τί είναι "δωροδόκησε"; | - What is "bribe"? |
Ποιος δωροδόκησε τους επιτρόπους... ώστε να καταστήσουν παράνομα τα σήματά σας; | I'd like to ask him who paid bribe money... to the Cattle Commissioners to outlaw your brands? |
Αυτός δωροδόκησε τον 'ρχοντα Ντόμπι, για να βγάλει απόφαση εναντίον σου. | He bribed Lord Dobé to rule against you |
Αυτό που συνέβη ήταν ότι δωροδόκησε τον κ. Μπαντλς για να την βγάλει από δω. | What happened was the child bribed Mr. Bundles to smuggle her out of here. |
Κάποιον θα δωροδοκήσαμε. | I guess we bribed somebody. |
Δεν δωροδοκήσαμε κανέναν. | We didn't bribe anyone. |
Σας δωροδοκήσαμε. | You've accepted a bribe from us. |