Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Βρεφοκομώ (nurse) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
βρεφοκομώ
βρεφοκομείς
βρεφοκομεί
βρεφοκομούμε
βρεφοκομείτε
βρεφοκομούν
Future tense
θα βρεφοκομήσω
θα βρεφοκομήσεις
θα βρεφοκομήσει
θα βρεφοκομήσουμε
θα βρεφοκομήσετε
θα βρεφοκομήσουν
Aorist past tense
βρεφοκόμησα
βρεφοκόμησες
βρεφοκόμησε
βρεφοκομήσαμε
βρεφοκομήσατε
βρεφοκόμησαν
Past cont. tense
βρεφοκομούσα
βρεφοκομούσες
βρεφοκομούσε
βρεφοκομούσαμε
βρεφοκομούσατε
βρεφοκομούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
βρεφοκόμει
βρεφοκομείτε
Perfective imperative mood
βρεφοκόμησε
βρεφοκομήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'nurse':

None found.