Είναι απαραίτητο να αποσυνδέω την κλήση; | ls it necessary to disconnect the call? |
Πάντα να τελειώνεις το φαγητό. Αυτό σημαίνει να εξαφανίζεις τα σημάδια τροφής και να αποσυνδέεις το κεντρικό νευρικό σύστημα. | that means eliminating the feed marks and a central nervous system disconnect. |
Γιατί αποσυνδέεις τη γείωση; | Why are you disconnecting the ground wire? |
Όταν έχουν χυδαία και υβριστική φρασεολογία, τους αποσυνδέεις αμέσως. | Vulgar and abusive language, that's an automatic disconnect. |
Το αποσυνδέουμε, έλα. | W e disconnect it, Come on, |
Οπότε πως το αποσυνδέουμε χωρίς να πυροδοτηθεί; | So, how to disconnect without triggering the kill switch? |
Μερικοί άνθρωποι είπαν ότι οι ασθενείς κάνουν κάποιους ήχους όταν τους αποσυνδέουν. | Some people have said patients make rattling sounds when they're disconnected. |
Τους αρέσει να αποσυνδέουν και τη μπαταρία. | They love to disconnect the battery, too. |
Ας δούμε λοιπόν ποια συγκεκριμένα καλώδια ο κύριος Kale θα αποσυνδέσει! | So let's see which particular wire Mr Kale will disconnect. |
- Σωστά. Οι μηχανικοί θα αποσυνδέσουν τα όπλα του Εντερπράιζ και θα συνδέσουν στο σύστημα μια τροποποιημένη παλμική ακτίνα. | Engineering will disconnect the Enterprise's weapons and link the system with a modified pulse beam. |
Το αποσύνδεσα. | I disconnected it. |
Η μηχανή και η μίζα έχουν κολλήσει, και σταμάτησαν μόλις αποσύνδεσα την μπαταρία. | The engine and the starter motor were both jammed on, and they could only be shut down by disconnecting the battery. |
Αλλά όταν σας αποσύνδεσα από το τον υπο- λογιστή, το σώμα σας άρχισε να αντιδρά. | But when I disconnected you from the mainframe, your body flatlined. |
Τότε αποσύνδεσα το ABS της Jag έτσι ώστε να μπλοκάρει μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού από λάστιχα και τότε πήγαμε για λήψη. | I then disconnected the Jag's anti-lock brakes so it would lock up in a cloud of tyre smoke and then we went for a take. |
Σε αποσύνδεσα από την κυψέλη. | l've disconnected you from the hive mind. |
Μάικλ, γιατί αποσύνδεσες την πράκτορα Ριβάι; | Michael,why did you disconnect agent rival? |
Γιατί αποσύνδεσες τον τηλεφωνητή; | Listen,Whydidyou disconnectthelandline? |
Υποσμηνία Μπαρνς, μήπως αποσύνδεσες τις πέτρες; | Corporal Barnes, did you just disconnect the stones? No, sir. |
Μετά αποσύνδεσες τον φούρνο και το σωλήνα του γκαζιού από τον θερμοστάτη; | Hmm. Then you disconnect the oven and gas supply pipe from the outlet of the thermostat? |
Γιατί με αποσύνδεσες; | Why did you disconnect? |
Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τον Σναρτ, αλλά με κάποιον τρόπο αποσύνδεσε το σήμα. | We've been trying to track Snart, but he must have disconnected the signal somehow. |
Herrmann, αποσύνδεσε την μπαταρία. | Herrmann, disconnect the battery. |
Αν βρέξεις ποτέ το τηλέφωνό σου, αποσύνδεσε την μπαταρία και μετά βάλε το τηλέφωνο σε ένα μπολ με αμαγείρευτο ρύζι. | If you ever get your cell phone wet, disconnect the battery and then put the phone into a bowl of uncooked rice. |
Ανοησίες, αποσύνδεσε την κλήση. | Nonsense, disconnect the call. |
Απλά έφυγε, αποσύνδεσε το τηλέφωνο της. | Just walked out, disconnected her phone. |
Είπε δύο χρόνια πριν όταν την αποσυνδέσαμε από την κυψέλη. | That's what she said two years ago when you disconnected her from the hive. |
Ισχύ που δεν έχουν αφού αποσυνδέσαμε τις μπαταρίες. | Power they don't have since we disconnected the batteries. |
Σου λέω πως δεν αποσυνδέσαμε τον πατέρα σου ακόμη. | I'm telling you that we didn't disconnect your father yet. |