- Μου αρέσει συνήθως να συμπληρώνω τα κενά μόνος μου. | - I usually like to fill in the blanks myself. |
Έχω αρχίσει ήδη να συμπληρώνω το Ε1 και έχω και το φετινό εκκαθαριστικό απ' την δουλειά μου, μαζί με μερικές αποδείξεις. | I already started to fill out the 1040 and I have my W-2s from this year. Also some receipts. |
Δεν θέλω να συμπληρώνω έντυπα. | I don't have to fill out a lot of forms. |
Είτε σε παίρνω τηλέφωνο ή συμπληρώνω εγώ τις αιτήσεις. | Either I call you or I have to fill out all the forms. |
- Γιατί δεν συμπληρώνεις μια αίτηση για τη δουλειά; | Why don't you fill out an application? |
- Πόσο γρήγορα συμπληρώνεις τις φόρμες; | How quick can you fill out the forms? |
-Ξέρεις να το συμπληρώνεις; | - Do you know how to fill one of these out? |
Άρχισες να συμπληρώνεις τις αιτήσεις για το πανεπιστήμιο; | You started filling out your college applications yet? |
Ανέβασα τα δεδομένα από το τρίτο ρολόι, συμπληρώνει τις γραμμές του κώδικα των δύο πρώτων ρολογιών, αλλά είναι ακόμα υπερβολικά κρυπτογραφημένο. | I've uploaded the data from the third watch, it fills in the missing lines of code from the first two watches, but-- It's still heavily encrypted. |
Αυτή η απλή Γνώση συμπληρώνει όλα τα κενά των σύγχρονων θρησκειών. | This simple understanding fills all the holes in modern religions. |
Αυτό συμπληρώνει το πλήρωμά μας. | That fills our complement. |
Αυτό το παιδί σε έσωσε από την αρένα και συμπληρώνει τη στρατιά μας με πολεμιστές. | This child helped save you from the arena. And fills our numbers with warriors. |
"έχουμε μια φυσική παρόρμηση να συμπληρώνουμε τα κενά." | "We have a natural compulsion to fill empty spaces. " |
- Απλά συμπληρώνουμε τα ονόματα, | - Now we just fill in the names. |
- Θα συμπληρώνουμε αιτήσεις για δουλειά στα Goodys αλλά θα το κάνουμε παρέα. | - Either that or...? - We'll all be filling out job applications at Dave Buster's, but we'll be doing it together. |
-Εντάξει, συμπληρώνουμε αυτό; | OK, we fill this out? We go over there? |
- Απλά συμπληρώνετε το όνομα. | -The same form. Just fill in the name. |
Όταν συμπληρώνετε Tην αιτηση, να συμπεριλάβετε όλα τα έτη που διδαχθήκατε χορό. | When you fill out this application, list all your years of dance education. |
Όταν συμπληρώνετε την αίτηση, πρέπει να συμπεριλάβετε όλα τα έτη που διδαχθήκατε χορό. | When you fill out this application, be sure to list all your years of dance education. And the number of years you've spent at each institution. |
Όταν συμπληρώνετε την αίτηση, συμπεριλάβετε όλα τα χρόνια που διδαχθήκατε χορό. | When you fill out this application, be sure to write down all your years of previous dance training. |
- Μπα, συμπληρώνουν το κενό που έχει μείνει. | - Nah, they're filling the space left. |
Έχει βάλει όλους να συμπληρώνουν έντυ- πα, αλλά δεν τον έχω δει από τότε. | He set up everyone filling out forms, but I haven't seen him since. |
Έχετε παρατηρήσει πως τα ηλίθια παιδιά συμπληρώνουν λάθος κύκλους; | Have you ever noticed how the dumb kids fill in the wrong circles? |
Έχω έναν πατέρα και έναν υπηρεσιακό υπάλληλο, οι οποίοι συμπληρώνουν διάφορα έγγραφα. | I got a father and a detective filling out papers. |
'Οταν τη συμπλήρωσα, σκέφτηκα μια ημερομηνία. | When I filled it up, I made up the date. |
- Εννοώ, ότι συμπλήρωσα ένα. | - I mean I filled one out. |
- Ποτέ δεν συμπλήρωσα τα έγγραφα. | Oh, I never filled out the forms. |
-Τα συμπλήρωσα αυτά. | - I filled these out. |
'Εδωσες στην δις Μπίνγουελ το νούμερό μου όταν συμπλήρωσες την αίτηση. | - You gave Miss Bunweill my Social Security number... - when you filled out your W-4 form. |
- Εσύ το συμπλήρωσες αυτό! | You filled that out! |
- Κι εσύ συμπλήρωσες τα κενά; | - What, and you filled in the rest? ! |
- Σ' εμένα συμβαίνει περισσότερο. Η βίζα εργασίας μου έληξε επειδή δεν συμπλήρωσες την παράταση. | My work visa expired because you never filled out the extension. |
- Έχεις πουθενά κανένα χαρτί που να συμπλήρωσε; | Do you have any paperwork he might have filled out? |
Άρα θα πρέπει να το συμπλήρωσε πριν λίγους μήνες. | So he must've... filled it out a few months ago. |
Έτσι εξηγείται γιατί την συμπλήρωσε για κείνη. | Explains why she filled out the form for Ms. Ruseckas. |
Όμως, δεν συμπλήρωσε ποτέ, ούτε μια συνταγή. | But look, he never filled a single prescription. |
- Μόλις συμπληρώσαμε τα χαρτιά, και αμέσως μας πήραν τηλέφωνο πως υπάρχει μια έγκυος που θέλει να μας γνωρίσει. | We barely filled out the paperwork, and next thing I know, they're calling us saying that there's a birth mother that wants to meet us. |
Έτσι, ο Μπάρνεϊ και εγώ-- ξαναλέω, περνώντας δύσκολα εκείνο το διάστημα, δε μπορώ να τονίσω πόσο-- βρήκαμε ένα σάϊτ ενός πρακτορείου υιοθεσιών και συμπληρώσαμε την αίτηση μέσω ίντερνετ. | So Barney and I-- and again, going through a tough time, can't stress that enough-- found an adoption agency Web site and filled out their online application. |
Ήδη ανεβήκαμε στο δωμάτιο 915 και συμπληρώσαμε την αίτηση 1790. | We've already been to Room 915. We've already filled out form 1790. |
Κάτι σαν να...πετάχτηκαμε μέχρι την Ελβετία, συμπληρώσαμε κάποια έγγραφα και μετά τον παράτησα στο αεροδρόμιο. | I just flew him to Switzerland and filled out a few forms and.. sloped off to the airport. |
- Μιλήσαμε γι' αυτό, αλλά... - Αλλά συμπληρώσατε τα χαρτιά μαζί, - έτσι δεν είναι; | Well, we talked about it, but-- but you filled out the papers together, didn't you? |
Ας συζητήσουμε τα ερωτηματολόγια που συμπληρώσατε το πρωί | Let's start discussing those questionnaires that you filled in this morning. |
Εντάξει, τα συμπληρώσατε όλα; | All right, do you have everything filled out for me? |
Και βλέπω στις φόρμες που συμπληρώσατε, ότι έχετε πολύ καλή ασφάλιση. | And I can see from the forms that you filled out, you have pretty good health insurance. |
΄Ασ' τον. Δε θα ήταν σωστό για τα άλλα παιδιά που συμπλήρωσαν σωστά τις αιτήσεις τους. | It wouldn't be fair to the other children who filled out their application forms in full. Next! |
Κοιτούσα τις καταθέσεις που συμπλήρωσαν οι γυναίκες. | I've been going over the forms filled out by the women. |
Μπορεί να συμπλήρωσαν την παραγγελία μου με μια εταιρία στην Κύπρο. | Maybe ... maybe they fulfilled my order with a ... company in Cypress. |
Νομίζεις ότι αυτοί οι πρωτοπόροι συμπλήρωσαν την αίτηση Νο-X6277; | Do you think these pioneers, filled out form number X6277? |
Αλλά καθώς συμπλήρωνα την καρτούλα, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία μου να πω στην Τζέμα ότι την αγαπάω. | But as I was filling out the accompanying card, I realised that this was my first non-intimidating chance to legitimately tell Gemma that I loved her. |
Ναι, συμπλήρωνα αναφορές για τους πυροβολισμούς στο λιμάνι χθες βράδυ και με ανέκριναν αυστηρά για το πώς άφησα τον τοξοβόλο να ξεφύγει. | Yeah, I was filling out reports on the shootout at the port last night and getting grilled about how I let that archer get away. |
Της συμπλήρωνα τα χαρτιά κι αντί να βάλω τα δικά της στοιχεία έβαλα τα δικά μου. | You see, I was filling out my friend's form and instead of putting her information I put mine. |
Όταν συμπλήρωνε τα έντυπα για το μοτέλ, δεν μπορούσε να θυμηθεί... τον αριθμό κι έτσι βγήκα εγώ έξω και τον έγραψα. | When he was filling out the forms for the motel, he couldn't remember the number. |
Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια εμπειρία που συμπλήρωνε τα κενά του γάμου σου; | Nothing about the girlfriend experience was filling any voids in your marriage? |
Λοιπόν γιατί, όταν συμπληρώνατε την αίτηση εθελοντισμού σας για τις Προφυλάξεις Αεράμυνας, δεν ομολογήσατε το παρελθόν σας; | So why, when you were filling in your Air Raid Precautions Volunteer application, did you not admit your past? |
"Γνώρισε το χαμόγελο και συμπληρώστε την καρδιά σου με ευτυχία. " | "Recognize the smile and fill your. heart with happiness. " |
"Καθώς τα πίνετε και μιλάτε όλη τη βραδιά συμπληρώστε τα ονόματα, | "As you booze and schmooze your way "through the evening, fill in the names |
- Καθίστε και συμπληρώστε αυτό. | - Have a seat and fill this out. |
" Πέρασα £ 3 συμπληρώνοντας τη Zippo στο Lexus 'και στη συνέχεια αγόρασε Hammond κάποια καυσίμων για το αυτοκίνητό του ". | 'I spent three pounds filling the Zippo in the Lexus 'and then bought Hammond some fuel for his car.' |
Έρχεται στη συνέχεια ο Τέρι Σμίθ με την Έκθεση Καπιτωλίου, ακολουθούμενος από τον Σλόαν Σαμπίθ συμπληρώνοντας το Αμέσως Τώρα. | Terry Smith is coming up next with The Capitol Report, followed by Sloan Sabbith filling in on Right Now. |
Ακόμα και οι αστυνομικοί που κάνουν συνήθως περιπολία, κάθονται στα αμάξια τους σε απομονωμένα πάρκινγκ, συμπληρώνοντας αναφορές για μεθυσμένους οδηγούς. | Even the police who normally patrol are sitting in their cars in secluded parking lots, filling out drunk-driver arrest reports. |
Δεν απάντησε σε κάποια τηλεφωνήματα μια μέρα και τσούπ, ήρθαν στο τμήμα συμπληρώνοντας μια έκθεση αγνοουμένου και δείχνοντας εμάς. | She doesn't return a couple of phone calls one day-- boom, they're down at the station filling out a missing person's report and pointing the finger. |
'Εχω συμπληρώσει το λόττο. | I already filled in the lottery ticket earlier. |
'Εχω συμπληρώσει όλα σας τα χαρτιά. | I filled in all your papers and all. |
'Οταν έχει όσες ψυχέςθέλει και συμπληρώσει το ποσοστά... θα μεταφερθούμε... στο... | When he has all the souls he needs and has filled his quota we´II all be ferried to.... What is it? |
- Όχι, δεν έχω. Μήπως θα έπρεπε να το έχετε συμπληρώσει νωρίτερα; | Maybe you should have filled that out earlier? |