Απλώς βοηθώ. | Just trying to do my part. |
Αυτό προοριζόμουν να κάνω. Να βοηθώ ανθρώπους να είναι θετικοί και αισιόδοξοι. | This is what I was meant to do... help people by being positive and optimistic. |
Δεν βοηθώ τους ασθενείς μου και ... χρειάζομαι να κάνω κάποια έρευνα. | I'm not making my patients any happier and I just... I need to do some research. |
Είναι μεγάλη μου επιθυμία να βοηθώ τους άλλους. | It's the dearest wish of my heart to do something with it for others. |
'Οταν ένας φίλος είναι χάλια, βοηθάμε όλοι. | Whenever one of my friends is down, we all go on, like, happy patrol. |
'κουσε με λίγο, η γυναίκα μου και εγώ.. ... πιστεύουμε ότι πρέπει να βοηθάμε τους μη προνομιούχους της ζωής. | Listen, my wife and I want to do what we can for the needy. |
'πό πότε βοηθάμε την Επιτροπή; | Since when do you help the Pretty Committee? |
'ρα δεν έχει σημασία τι λέει... δεν τον βοηθάμε. | So no matter what he says... don't help him. |
- Ακριβώς. Πώς τις βοηθάτε; | How do you help them out? |
- Γιατί δεν με βοηθάτε; | Why don't you help me? |
- Τότε γιατί επιμένετε να μην μας βοηθάτε; | Then why do you insist on being so unhelpful? |
-Με βοηθάτε να κατέβω; | -Could you help me down? |
"δεν μπορείς να βοηθήσεις αυτούς που δεν βοηθάνε τους εαυτούς τους". | "you can't help those who don't help themselves" place. |
'Aντε γαμήσου. Για δική σου πληροφόρηση, δεν βοηθάνε. | For your information, it's doesn't help. |
'κου, εδώ τα λεφτά σου δε βοηθάνε. | Look, your dough won't help. |
- Όλα βοηθάνε. Θέλετε απόδειξη δωρεάς για μείωση φόρου; | Would you like a tax-deductible donation receipt? |
- Όχι, δεν την βοήθησα. | I did not help her. |
- Όχι, εγώ βοήθησα εσένα. | Man, we did help each other out. No, I helped you. |
- Δε βοήθησα. | - I didn't help you |
- Δεν βοήθησα κιόλας. | I'm sure I didn't help matters. |
- ...δεν τον βοήθησες; | - why did you not help him? |
- Όπως με βοήθησες κι εσύ; | Like you did? |
- Όχι δεν με βοήθησες. | - No, he didn't. |
- Αλλά δεν βοήθησες, με πιάνεις; | - Yeah, but you didn't help, you see? |
"Δοκίμασε λίγο καφέ, αλλά δεν τον βοήθησε. | "He tried coffee, but the coffee didn't help. |
'Εμαθα πως ο κ. Τζάντσον βοήθησε το σύζυγό σας. | I understand that Mr Judson did some work for your husband around the building |
'Οχι, δε με βοήθησε. Δε με βοήθησε! | He didn't help me out! |
(Elliot) Εκείνο το 15 μέρος αποτέλεσα, αλλά είχε μια ροπή για τις νέες συνοδείες αυτός βοήθησε το ψέμα. | (Elliot) That 15 part I made up, but he did have a proclivity for young escorts that helped the lie. |
'Ολα πολιτική είναι. Τουλάχιστον βοηθήσαμε τους Κλέι. | At least we did something for the Clay family. |
- Αν νομίσει ότι σε βοηθήσαμε, θα σκοτώσει τον μπαμπά. | - If he thinks we did, he'll kill Pop. |
- Τον βοηθήσαμε να φτάσει μέχρι εδώ. | - I did catch that mole. |
Όλοι μαζί βοηθήσαμε | STARLA: We all did. |
- Γιατί δεν βοηθήσατε τον Achmed; | Why didn't you help Achmed? |
- Γιατί δεν την βοηθήσατε; | - Why didn't you help her? |
- Μαμά... βοηθήσατε το παιδί σας να βρει την λέξη; | - Ma'am... did you help your child spell the word? |
- Φυσικά και μας βοηθήσατε. - Πήτερ... | Sure,you did. |
"Ο Cochran και Williams με βοήθησαν με την εφημερίδα της Βοστώνης. | "Ben Cochran at Harvard-- he helped me out with my Boston paper, as did Frank Williams. |
- Δε με βοήθησαν οι γιατροί. | - The doctors didn't help me. |
- Δεν μας βοήθησαν στην Κίνα. | -...didn't do us much good in China. |
- Δεν τον βοήθησαν και πολύ. | They didn't do him any good. |
- Απλά τους βοηθούσα. | - It was just-I was doing background work. |
Σαν να θυμάμαι για το σκαπουλάρισμα, αλλά εγώ ήμουν που βοηθούσα. | Oh, I seem to remember the asssaving, but I was doing it. |
Υποθετικά ας πούμε ότι έχεις δίκιο, για αυτό που λες ότι κάνουμε πράγμα που δεν συμβαίνει φυσικά γιατί θα μας βοηθούσες να ληστέψουμε την τράπεζά σου; | Um... hypothetically, let's just say you were right about what we were doing, which you're not, of course, um... why would you help us rob your own bank? |
"Αυτός που βοηθούσε τον άλλον, τον άφησε και έτρεξε μακριά. | "The one who was doing the helping "Let go of the other, and then sprinted off. |
Όταν έκανα κακά πράγματα, δε με βοηθούσε κανείς σε τίποτα. | When I was doing bad things, no one would help me with anything. |
Είπατε ότι ο αδελφός σας, σας βοηθούσε στις δουλειές σας με τσιμέντο; | You said that your brother was doing your cement work? |
Είπε ότι βοηθούσε εθελοντικα στο να επιβλέπει τους μαθητές. | He said he was doing this teacher-helper-volunteer thing. |
"βοηθήστε με σ' αυτό; | "but why don't you help me design this one? |
- Γιατρέ βοηθήστε μας! | Hey doctor! Please, help us! - What happened? |
- Γρήγορα βοηθήστε την να σηκωθεί. | Quickly. Help her down. |
- Δεν ξέρω, αλλα βοηθήστε την. | What's wrong? I don't know,but you have to help her. |
- Εμένα μ' έχει βοηθήσει πολύ. | - She's done a lot of great things. |
- Η μεθαδόνη θα βοηθήσει την αποτοξίνωση. | The methadone will help you detox. |
- Κάποιος να βοηθήσει! | Something must be done! |
- Και κράτησα τον λόγο μου ώσπου με εγκατέλειψες. - Έστειλα τον Ρέμι να σε βοηθήσει. | And I held up my end of that bargain until you abandoned me on the bill... |
'κου, ο δάσκαλος σου ήταν καλός άνθρωπος, και βοηθώντας αυτούς, τον ντροπιάζεις. | If he knew what you were doing now, he'd turn in his grave. |
- Και νομίζω ότι δουλεύεις σκληρά βοηθώντας άλλους ανθρώπους, συμβουλεύοντάς τους ώστε να αποφύγεις να κάνεις τη σκληρή, επίπονη δουλειά για τον εαυτό σου. | And I think you work so hard at helping other people-- Counseling them-- So that you can avoid doing the hard, painful work on yourself. |
Έκανα τη δουλειά μου, βοηθώντας τον Ντάνυ. | I was doing my job, helping Danny. |
Είσαι είτε εκεί έξω βοηθώντας με είτε εδώ κάνοντας αυτό που κάνεις εδώ. | You are either out there helping me or you are in here doing whatever it is you do in here. |