- Πώς θα τους αιχμαλωτίζω; | - How am I supposed to capture them? |
Και πως υποτίθεται ότι θα τους αιχμαλωτίζω; | And how am I supposed to capture them? |
- Πως αιχμαλωτίζεις μια ψυχή με αυτό; | How do you capture a soul with it? |
- Πως τους αιχμαλωτίζεις; | - How do you capture them? |
Εσύ απλά πυροβολείς. σακατεύεις και αιχμαλωτίζεις, οτιδήποτε σου λέει η μαμάκα σου. | You just shoot, maim, and capture, |
Θα πρέπει να νοιώθεις οτι αιχμαλωτίζεις μέσα σου αυτή τη στιγμή. | When you look at me it's like you should capture a moment from your own life. |
Ξέρεις η φωτογραφία είναι για να αιχμαλωτίζεις Μια σιωπηλή στιγμή. | You know, photography is to capture one silence moment. |
Ένας καλος φωτογράφος αιχμαλωτίζει το αντικέιμενο. | (Jordan) A good photographer captures the subject. |
Αλλά ένα καλό αντικέιμενο αιχμαλωτίζει το φωτογράφο. | But a good subject captures the photographer. |
Αλλά ένα καλό αντικείμενο αιχμαλωτίζει το φωτογράφο. | But a good subject captures the photographer. |
Αλλά πρέπει να σε προειδοποιήσω, το αρνητικό μόνο αιχμαλωτίζει την αλήθεια. | But I must warn you, the negative only captures the truth. |
Είσαι μέλος μιας τερατώδους στρατιωτικής ομάδας που αιχμαλωτίζει δαίμονες, βαμπίρ... | You're part of some military monster squad that captures demons, vampires... |
"και όλων των άλλων Αμερικάνων που αιχμαλωτίζουμε". | "and all other Americans that we capture. " |
Γι' αυτό παίρνουμε κι άλλες γυναίκες, γυναίκες που αιχμαλωτίζουμε. | That's why we take salt wives-- the women we capture. |
Γιατί δεν τον αιχμαλωτίζουμε απλά, να τον φέρουμε πίσω στην Αποθήκη... | Why don't we just capture Paracelsus, bring him back to the Warehouse... |
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι στο εγγύς μέλλον θα μπορούμε να αιχμαλωτίζουμε το παρελθόν και στις τρεις διαστάσεις. | It's not hard to imagine that in the near future, we'll be able to capture the past in all three dimensions. |
Θα πούμε ότι τον πηγαίνουμε στον Στρατηγό, τον αιχμαλωτίζουμε ζωντανό... τον βασανίζουμε, και τον κάνουμε να μας δώσει την πραγματική του θέση. | We tell him we're taking him to The General-- then we capture him, alive, torture him, and then we get him to give up his real location. |
Αυτό που αιχμαλωτίζετε και κάνει την εργασία για σας; | That you capture and make work for you? Yeah, but we love them, too. |
Όσο οι Αμερικάνοι προχωρούν δυτικά, αιχμαλωτίζουν χιλιάδες απ'αυτή τη χιτλερική νεολαία που στέλνονταν στο μέτωπο να αντικαταστήσουν τους στρατιώτες που σκοτώνονταν. | As the Americans advance westward, they capture thousands of these Hitler youths sent to the front to replace the soldiers who have been killed. |
Όταν η ομίχλη χτυπάει τους κάκτους, υγροποιείται πάνω στις τρίχες των λειχήνων, που αιχμαλωτίζουν το πολύτιμο νερό. | When the fog hits the cacti, it condenses onto the lichen hairs, which capture the precious water. |
Από τότε, αιχμαλωτίζουν δικούς μας για ανταλλαγή. | Ever since then, they have captured our people for barter. |
Αυτά τα πράγματα αιχμαλωτίζουν τη φαντασία του κοινού. | That sort of thing captures the public's imagination. |
Είμαστε οι πρώτοι Σονταριανοί στην Ιστορία που αιχμαλωτίζουν ένα ΤΑΡΝΤΙΣ. | We are the first Sontarans in history to capture a Tardis. |
- Τα τελευταία 50 χρόνια, αιχμαλώτισα επικίνδυνα τέρατα και τα φυλάκισα... σε μια μυστική φυλακή. | Over the last 50 years, I have captured monsters on the rampage, and locked them up in a secret prison facility. |
-Εκλάπη από μια μάγισσα τσιγγάνα, που αιχμαλώτισα από το Μαίρη Ανν. | - It was stolen by an old hag of a gypsy... that I captured from the Mary Ann. |
Όταν κατέλαβα την κορυφή του Δράκοντα στην μάχη της Αντιόχειας, αιχμαλώτισα μια μικρή ομάδα στρατιωτών. | When I took Dragon's Peak in the Battle of Antioch, I captured a small band of soldiers. |
Αλλά αιχμαλώτισα αυτή τη γάτα. | But I've captured this cat. |
Είπε ότι αιχμαλώτισα τη στιγμή σαν ένας νέος Τζέιμς Γουίσλερ. | She said l captured the moment like a young James Whistler. |
Όμως σύμφωνα με τις φήμες... όταν αιχμαλώτισες τον γιο της... εκείνη στάθηκε στις επάλξεις, σήκωσε το φόρεμά της και είπε "Δεν καταλαβαίνεις, Βοργία, ότι θα κάνω άλλους 10 γιους;". | But rumour has it that you captured her son and she stood on the battlements, raised her skirts above her head, and said, "Don't you realize, Borgia, I can have 10 more sons?" |
Με το να με απελευθερώσεις, αιχμαλώτισες την καρδιά μου. | By freeing me, you captured my heart. |
Ο άντρας που αιχμαλώτισες μίλησε; | That man you captured, has he spoken yet? |
Πραγματικά αιχμαλώτισες τη ψυχή του. | You really captured his soul. |
Στάμα! Είπες ότι αιχμαλώτισες τον "πατέρα Αρκούδο" Μακόλεϊ κάπου εδώ γύρω; | Stahma, you said you captured "Papa Bear" McCawley somewhere around here, right? |
"αιχμαλώτισε τον αξιωματικό της CIA Ντάνιελ Πέαρλ" | "has captured CIA officer Daniel Pearl |
'Αναγκάστηκε να κάνει πράξεις... 'πολύ ακατανόμαστες για να αναφερθούν εδώ... 'από έναν εχθρό που τον αιχμαλώτισε ψυχή τε και σώματει. | 'Made to commit acts...' 'too unspeakable to be cited here...' 'by an enemy who had captured his mind and his soul.' |
- Αλλά ο Σάουρον σε αιχμαλώτισε. | - But Sauron captured you. |
Damodar αιχμαλώτισε τη Marina της Pretensa... και ο Πάπυρος... αλλά έχω του συντρόφους της υπο κράτηση. | Damodar has captured Marina of Pretensa... and the scroll... but I have her companions in my custody. |
Ένας πολέμαρχος, που τον λένε Άττιλο, αιχμαλώτισε το χωριό μας στην άλλη πλευρά της κοιλάδες! | - Help! Help! A warlord named Attilus has captured our village on the other side of the valley! |
Έχω επιλογές από τότε που σε αιχμαλωτίσαμε. | I've had choices since we first captured you. |
Ήταν δικό μας φορτίο. Ένα σπάνιο είδος πολικής λεοπαρδάλης που αιχμαλωτίσαμε στο Τατζικιστάν. Βόρεια της Dushanbe. | A rare species of snow leopard we captured in Tajikistan, north of Dushanbe. |
Δε μπορέσαμε να σώσουμε το χωριό σας... αλλά αιχμαλωτίσαμε τους ηγέτες τους. | We couldn't save your village... but we captured their leaders. |
Δεν φαίνεται πολύ ικανοποιημένο που το αιχμαλωτίσαμε. | This one doesn't seem too pleased that we captured it. |
Το αιχμαλωτίσαμε αρκετά εύκολα. | Nonsense. We captured it easily enough. |
- Γι' αυτό δε με αιχμαλωτίσατε; | - That is why you two captured me. |
- Μόνο αυτούς αιχμαλωτίσατε; | This is all that stand captured? |
- Μόνο αυτόν αιχμαλωτίσατε; | He is all that was captured? |
Όταν μάθει ότι μας αιχμαλωτίσατε, θα μας σκοτώσει όλους! | When you learn that we captured, will kill us all! |
Αυτό ήταν όταν εκείνος και εκείνη η κοπέλα... η Μάγκι... σας βοήθησαν να ανακρίνετε έναν επικυρίαρχο που αιχμαλωτίσατε; | Oh, is that when he and the girl... Maggie helped you interrogate a captured overlord? |
'Οταν σε αιχμαλώτισαν και έσωσες όλο το πλήρωμά σου; | When you were shot down and captured and you saved your entire crew. |
- Νομίζει ότι τον αιχμαλώτισαν. | - Chase still thinks my father was captured. |
- Το επόμενο καλοκαίρι με αιχμαλώτισαν... | The next summer I'm captured... |
- Τους αιχμαλώτισαν; | They were captured? |
Όπως στον Πόλεμο Χρωμάτων, θα χωριστείτε σε δύο ομάδες και θα παίξουμε "αιχμαλωτίστε τη σημαία". | Like in Color War, you're gonna be separated into two groups and we're gonna play capture the flag. |
Είπα "αιχμαλωτίστε". | I said "capture!" |
Προστατέψτε τη σημαία σας με κάθε κόστος, και αιχμαλωτίστε την δική τους. | Protect your flag at all costs, and capture theirs. |
Γεμάτο με πάνω από 100 snapshots και ψηφιακά εκτυπωμένες φωτο αιχμαλωτίζοντας στιγμές μιας άσπρης, μεγαλο μεσαίας οικογένειας. | Filled with over 100 snapshots and printed digital images capturing the lives of a white, upper middle-class family. |
Νομίζω ότι θα περάσουμε πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές, αιχμαλωτίζοντας οποιαδήποτε παραφυσικά φαινόμενα συμβούν ή όχι. | I think we're gonna have a very interesting time, capturing whatever paranormal phenomena is occurring or not occurring. |
'Εχει βασανίσει τους επιστημονες μας... έχει αιχμαλωτίσει τις γυναίκες μας για τους τρελούς του σκοπούς. | He has tortured our scientists, captured our females for his own demented purposes... Yeah. |
-Η κούκλα έχει αιχμαλωτίσει την προσοχή μου. | - This doll has captured my attention. |
Ένας πολέμαρχος που λέγεται Αττίλας έχει αιχμαλωτίσει το χωριό μας... στην άλλη πλευρά της κοιλάδας! | A warlord named Attilus has captured our village... on the other side of the valley! |
Έχεις αιχμαλωτίσει αυτό το συναίσθημα που λαμβάνεις... μετά από ένα πραγματικά ωραίο φιλί-- το καλύτερο φιλί που είχες ποτέ? | Have you captured that feeling you get... after a really great kiss-- the best kiss you ever had? |
Έχουμε αιχμαλωτίσει περισσότερους από 100... -...και όλοι κρατούνται σ'αυτή την πυραμίδα. -Ναι. | We've captured over 100 of them now... all held in this Pyramid. |