Έχει κουραστεί να τον καταπνίγεις. | He's so tired of being stifled by you. |
Τα εδάφη έχουν σκοτεινιάσει από αυτούς που καταπνίγουν την δικαιοσύνη με την μαυρίλα των αμαρτιών τους. Νικήστε τους με το σκήπτρο του ελέους. | The lands are darkened by those who stifle justice with the blackness of their sins. |
Μα φοβίζουν και μας καταπνίγουν. | They stifle us by intimidation. |
Η ζωή που έκανα κατέπνιξε τις δυνατότητές μου. | The life l've led has stifled my potential. |
Τουλάχιστον βρήκαμε το σπίτι του.... καταπνίξαμε τον θυμό μας και ζητήσαμε ευγενικά τα χρήματα μας... Και τι γίνεται τότε; | At last we find his house stifle our feelings and ask politely for our money and what happens? |