Μ'αρέσει να περιποιούμαι την κα Τζέσικα, και θέλω να περιποιούμαι κι εσάς. | I like to tend for Miss Jessica, and I want to tend for you. |
Αυτό μοιάζει σαν να ζητάμε από ένα τραυματισμένο σκυλί να μη σε δαγκώσει, όσο του περιποιείσαι τα τραύματα. | That's sort of like asking a hurt dog not to bite you while you tend to its wounds. You like dogs, Mr. Paris? |
Εκτιμώ που περιποιείσαι τις πληγές μου, γιατρέ αλλά δεν έχω λεφτά. | I appreciate you tending' to my wounds, doc, but I ain't got no money. |
Εννοούσα να περιποιείσαι κάποιον που ξέρεις ότι θα πεθάνει; | I meant Having to tend to someone that you knew was going to die. |
Μάλλον έχει μπλέξει με την νοσοκόμα που τον περιποιείται στο εξοχικό μας. | He appears to have gotten involved with the nurse who tends to him at our country estate. |
Τις Τετάρτες περιποιείται τον κήπο του κυρίου Βιλλέτ. | On Wednesdays, he attends to Mr. Villette's garden. |
Εσύ και ο Ρόμπι περιποιείστε την περιοχή. | You and Robbie tend the grounds. |
Θαυμάζω τον τρόπο που περιποιείστε το γεράνι σας. | I admire the way you tend your geranium. |
...και, φυσικά, όλους τους εθελοντές που περιποιούνται τα πολεμικά νεκροταφεία. | _ ...and, of course, those volunteers who tend the war cemetery graves. |
Έχω ανθρώπους που με περιποιούνται. | I've got people tending to me. |
Έχω δει ασθενείς να οδηγούν αυτοκίνητα, να ετοιμάζουν γεύματα, να περιποιούνται τον κήπο τους. | I've had patients drive cars... prepare meals, tend their gardens. |
Όχι τέτοιοι φροντιστές, ρε, άτομα που τους περιποιούνται και ιστορίες. | Who's in attendance? How many people? |
Την ημέρα που ανέβηκα στο τρένο και περιποιήθηκες το χέρι μου, ήμουν ευγνώμων, αλλά δεν σκόπευα να... | That day I got on the train, the day you fixed my arm, I was grateful, but I never intended... |
Την περιποιήθηκες όπως θέλει η φύση. | You nailed her the way that nature intended it. |
"Τα τραύματά μας τα περιποιήθηκε μια Γερμανίδα..." "Που μιλούσε Αγγλικά και ήταν όμορφη, παρότι κάπως ηλικιωμένη." | Our wounds were tended by a German lady... who spoke English and was pretty, if somewhat old. |
Μόλις περιποιηθείτε τους τραυματίες, στείλε μου αναφορά για τις ζημιές. | As soon as we tend to our wounded, get me a damage report. |
Ναι, θα κάνω ότι μπορώ, αλλά πρέπει να περιποιηθείτε αυτή τη γυναίκα πρώτα. | Yes, I'll do what I can, but you must attend to this young woman. |
και περιποιηθείτε τα τραύματά σας. | and tend to your wounds. |
Και θα ξεράσω, αν προσπαθήσει κάποιος να με περιποιηθεί πάλι. | And borderline nauseated by the idea of one more well-intended pleasantry. |