- Εγώ δεν περιμένω. Κι εσύ δε με μηνύεις. | And you don't sue me. |
- Πώς μπορείς να με μηνύεις; | How can you sue me? |
Αγοράζεις το χρέος από τον αρχικό δανειστή για δέκα σεντς στο δολάριο και, στη συνέχεια, μηνύεις την κυβέρνηση για να επιστρέψει το δάνειο στην ονομαστική του αξία. | You buy the debt from the original lender at ten cents on the dollar and then, afterwards, you sue the government to repay to loan at face value. |
Αναγκάζεις έναν πλούσιο τύπο να σε χτυπήσει και μετά τον μηνύεις για προσωπικά τραύματα. | You get a rich guy to hit you, then you sue for personal injury. |
Γιατί δεν μηνύεις τον Δρ. Bronstein και να μου πεις πως πήγαν όλα, εντάξει; | Why don't you sue Dr. Bronstein and tell me how it all comes out, okay? |
- Ας υποθέσουμε ότι Αυτός ο Barlocco εμφανίζεται και μηνύει για μοιχεία Πού θα καταλήξετε; - Στη φυλακή. | - Let's suppose this Barlocco shows up and sues for adultery where do you end up? |
Έτσι μηνύει τον σιδηρόδρομο για τις ζημιές. | So she sues the railroad for damages. |
Όταν ένας παλαβός μηνύει έναν άλλο παλαβό και ο δικαστής δεν μπορεί να αποφασίσει ποιος είναι ποιο παλαβός, γυρνάνε πίσω σε μια υπόθεση με άλλους παλαβούς, σε ένα άλλο δικαστήριο το 1890. | When one kook sues another kook and the judge can't decide which is kookier, they go back to the case in another court in 1890. |
Όχι, δεν είναι τέχνασμα, κα. Παθ. Ορθώς αντελήφθην ότι δεν θα έπρεπε να είναι ο Κερτ αυτός που μηνύει η Μορίν, αλλά μάλλον η εκκλησία. | No, it's not a trick, ms. Path I quite properly realized it shouldn't be kurt who maureen sues, but rather the church. |
Όχι. Μας μηνύει για παράνομη απόλυση. | No, he sues us for wrongful termination. |
- Έντγουιν, δε μηνύουμε ασθένειες. | Edwin, you can't sue a disease. |
Αν καταθέσετε περιοριστική εντολή, σας μηνύουμε για επιζήμια παρέμβαση. | If you pursue a TRO, we'll sue you for tortious interference. |
Ας υποθέσουμε, χάρη συζήτησης, ότι δε μηνύουμε το διαβήτη. | I'll assume, for the sake of argument, one cannot sue diabetes. |
Κύριε Δικαστά, είναι στα δικαιώματα μας να μηνύουμε μια δημόσια υπηρεσία. | Your Honour, it is within our rights to sue a civil servant in a court of law. |
Σταματάμε την ταινία. β: Τον μηνύουμε για όλες τις ζημιές | A, we shut the movie down, B, we sue him for all damages. |
Αν λένε ψέματα, γιατί δεν τους μηνύετε? | Well, if that TV report lied, why not sue them for libel? |
Αντί λοιπόν να μηνύετε εκείνον, ίσως πρέπει να κάνετε μήνυση στον δικηγόρο σας επειδή δεν έλεγξε, ως όφειλε, τις θυγατρικές εταιρείες του κυρίου Ζέιλ. | So instead of suing him, you may want to sue your attorney for not doing his due diligence on Mr. Zale's subsidiary companies. |
Και να υπήρχε τέτοια μήνυση θα αποκλειόταν λόγω ασυλίας που απαγορεύει να μηνύετε η κυβέρνηση για αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής. | Even if there were, any such lawsuit would be barred by sovereign immunity... which prohibits the U.S. Government or its officials... from being sued for foreign policy decisions. Miss Colson, I have to agree. |
- Δε με μηνύουν καθόλου. | -I'm not being sued at all. |
- Δε σας μηνύουν για τώρα. | -You're not being sued for now. |
- Με μηνύουν για διαζύγιο. | - I'm being sued for divorce. |
- Ξέρεις γιατί μας μηνύουν; | Well, you know why they sue us? |
- Σας μηνύουν. | - You're being sued. |
Έτσι μήνυσα αυτήν και την φυλλάδα που έκδωσε το άρθρο. | So I sued her and the rag that published the piece. |
Αλλαζονικό αν σκεφτείς πως μόλις διακανονίστηκε μια ομοσπονδιακή αγωγή στην οποία σε μήνυσα για παρενόχληση. | Arrogant considering you just settled a federal lawsuit in which I sued you for harassment. |
Εμένα με απαρνήθηκαν όταν μήνυσα τους Πρόσκοπους κι έγινα βούκινο. | You know, mine disowned me after I sued the Scouts and my name was in the paper. |
Στα 18, μήνυσα αυτούς που θέλησαν να πουλήσουν... την εταιρεία του πατέρα μου. | At 18, I sued these men trying to sell my father's company. |
Τους μήνυσα για την υπηκοότητά μου και έτσι τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για το Νόμο. | I sued for my citizenship, so I have a very special appreciation for the law. |
- Μάλιστα. Και γι' αυτό τον μήνυσες; | And that's why you sued him? |
- Με μήνυσες κιόλας; - Το διάβασες; | You've sued me already? |
- μήνυσες την εταιρεία Λίλιαν. | - You just sued the Lillian Corporation. |
-Γι'αυτό τη μήνυσες για να χωρίσετε τα περιουσιακά? | Was that why you sued her for palimony? |
Ο Κρεγκ Τζένσεν, ο ζυθοποιός που μήνυσες, δολοφονήθηκε χθες. | Greg Jensen, the beermaker you sued, was murdered yesterday. |
'ρχισε να κάνει παρέα με λάθος άτομα. Η μητέρα της νύφης τον μήνυσε για πλήρη επιμέλεια του Κάρσον και κέρδισε. | The dead wife's mother sued him for full custody of Carson and won. |
- Αυτόν που σε μήνυσε. | What handyman? LISA: The one who sued you. |
- Πήγα στον καλύτερο δικηγόρο της πόλης. Ένας άνθρωπος που μήνυσε την πόλη 4 φορές και κέρδισε 4 φορές. | I went to the best attorney in town, a man who's sued this city four times and won. |
Becker μήνυσε επειδή υποστήριξε η εταιρία μόλυνε υπόγειων ράντσο του. | Becker sued because he claimed the company polluted his ranch's groundwater. |
Ένας από αυτούς που μήνυσε ο πελάτης μας αγαπούσε τα σκυλιά. | - Well, one of the people our client sued was a dog lover. |
Την μηνύσαμε. | We sued her. |
- Και αληθεύει ότι μηνύσατε το κατάστημα όταν σταματήσατε λόγω αναπηρίας; | And is it true that you sued the store after going out on disability? |
Αφήσατε αυτό το μήνυμα, πριν ή αφού μηνύσατε τον πελάτη μου; | Now, did you leave that message before or after you sued my client? |
Δεν αληθεύει ότι εσείς κι ο αδελφός σας μηνύσατε τη γιαγιά σας, πριν τέσσερα χρόνια; | Isn't it true that you and your brother sued your grandmother almost four years ago? |
Μιλώντας για τους πελάτες μου, αυτοί δεν ήταν οι πρώτοι που μηνύσατε, έτσι δεν είναι; | Speaking of my clients, they weren't the first ones you sued, were they? |
Μπα... απλώς του επιτεθήκατε και τον μηνύσατε για εκατομ... | Nah... Just because you assaulted Ross Dixon, you sued him for a million dollars... |
- Τον μήνυσαν. | Well, he's being sued. |
- Τον μήνυσαν; | He's being sued? ! |
- και οι τρεις με μήνυσαν. | - and that three ofthem sued me. |
Έχω ένα γιο και 4 εγγόνια μερικά εκ των οποίων απείλησαν να με μηνύσουν και με μήνυσαν και κανένα απ' αυτά δεν έρχεται ή φαίνεται να νοιάζεται για μένα. | I have a son and four grandchildren some of whom have threatened to sue me and have actually sued me and none of them visit or appear to care about me. |
Ακόμα και τότε που ήταν απάτη και δεν τους μήνυσαν, η βασική τους γραμμή διαλύθηκε. | Well, even though that was a scam and they weren't sued, their bottom line got crushed. |
Τον μήνυα για συκοφαντία, δυσφή- μηση, που μου κατέστρεψε τη ζωή. | I was suing him for slander, defamation of character, ruining my life. |
Οι άνθρωποι μήνυαν τις χρυσές αψίδες επειδη τους πουλουσαν τρόφιμα Οι περισσοτεροι απο εμας ξερουν οτι δεν ειναι καλο να ξεκινας ετσι την καθε σου ημερα, ενας στους 4 Αμερικανους επισκευτετε αλυσιδες fast-food. | People were suing the golden arches for selling them food that most of us know isn't good for you to begin with yet each day, one in four Americans visits a fast-food restaurant. |
Τώρα, οι υπάλληλοι του Summers θα τον μήνυαν για $300 εκατομμύρια. | Now, summers' employees were suing him for $300 million. |
Είπαν, "Είναι πλούσιος, μηνύστε τον". | Oh, they said, "he's rich, so sue him." |
Εντάξει, έτσι μηνύστε με, αλλά έχω να πω αυτό. | Okay, so sue me, but I have to say it. |
Οπότε, μηνύστε με. | So sue me. |
Έκανε περιουσία μηνύοντας ανθρώπους. | Made her fortune suing people. |
Δε φτάνει που οι ασθενείς τρέχουν στα δικαστήρια μηνύοντας τους γιατρούς για κάθε ασθένειά τους. | It's bad enough that patients are running to the courts... suing their doctors for all their ills. |
Είναι ο Δαβίδ εναντίων του Γολιάθ και... και σε αυτήν την περίπτωση, ο Γολιάθ: ορίστε μια μια δίκη 30 εκατομμύρια δολάρια σαν να θέλω να σε κρατήσω ξύπνιο, δεν το κάνουν... δεν τους κρατάς ξύπνιους μηνύοντας τους για 30 Εκατομμύρια δολάρια, απλά: | It really is David against Goliath and they and-and in this case, the label-the Goliath-was, well, here's a 30-million-dollar lawsuit, like I'm just gonna keep you awake. They don't-it doesn't keep them awake suing for 30 million dollars, it's just, |
Προσπαθεί να δημιουργήσει το δικό της όνομα μηνύοντας το κράτος εκ μέρους φυλακισμένων με παράπονα για τη κράτησή τους. | Apparently she's trying to carve out a niche for herself by suing the State on behalf of inmates and ex-cons with grievances from their stay behind bars. |
- Ναι και σε έχουν μηνύσει για δυσφήμηση. | Yeah. And you were sued for libel. |
- Σας έχουν μηνύσει για χειροδικία. | You're being sued for assault. |
Έπρεπε να τους είχα μηνύσει, αλλά δεν το έκανα. | I should have sued them or something, but I didn't do anything about it. |
Έτσι αν κάποιος με μηνύσει, δε θα 'μαι εγώ αυτή που κυνηγούν. | That way, whenever I get sued, I'm not the one with her nuts in a vise. Right. |
Έχεις μηνύσει όλους τους άλλους. | You've sued everybody else. |