Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μουντζαλώνω (format) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μουντζαλώνω
μουντζαλώνεις
μουντζαλώνει
μουντζαλώνουμε
μουντζαλώνετε
μουντζαλώνουνε
Future tense
θα μουντζαλώσω
θα μουντζαλώσεις
θα μουντζαλώσει
θα μουντζαλώσουμε
θα μουντζαλώσετε
θα μουντζαλώσουνε
Aorist past tense
μουντζάλωσα
μουντζάλωσες
μουντζάλωσε
μουντζαλώσαμε
μουντζαλώσατε
μουντζάλωσαν
Past cont. tense
μουντζάλωνα
μουντζάλωνες
μουντζάλωνε
μουντζαλώναμε
μουντζαλώνατε
μουντζάλωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μουντζάλωνε
μουντζαλώνετε
Perfective imperative mood
μουντζάλωσε
μουντζαλώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'format':

None found.