Ο Μπεν συμφώνησε να την βοηθήσει, χωρίς κέρδος... επειδή δεν εκμεταλευόταν ποτέ την δυστυχία των άλλων, όπως είπε... Δε θέλω να κερδίζω από τις δυστυχίες των άλλων. | Ben agreed to drive her even though he wasn't out to profit from other folks' misfortunes, as he put it l don't wanna profit from other folks misfortunes |
- Εσύ δεν κερδίζεις από όλα αυτά; Έτσι Άλ; | And you wouldn't happen to be profiting from any of this now, would you, Al? |
Ήταν όπως όταν στοιχηματίζεις και κερδίζεις. Νιώθεις ικανοποίηση και έχεις και κέρδος. | It was like when you're betting and you win, naturally, you have that satisfaction and also the profit. |
Όσο οι Γάλλοι και οι Σύριοι σκοτώνονται μεταξύ τους, εσύ κερδίζεις απ' αυτό. | While Frenchmen and Syrians kill each other, you profit by it. |
Αν κερδίζεις...θα κερδίζω κι εγώ. | If you're profiting - I am too. |
- Δεν ξέρω. Ποιος κερδίζει πιο πολύ από την εξάλειψη της γενιάς των Μεδίκων; | Who profits most from the extinction of the Medici line? |
- Ποιος κερδίζει από το έγκλημα; | - Who profits from the crime? |
Ένα άτομο κερδίζει από τα σχέδια του Τζον Ντόχερτι, τις απεργίες και τις εφημερίδες του, κι αυτός είναι ο ίδιος ο Τζον Ντόχερτι! | One person profits from John Doherty's wild schemes, his strikes and his newspapers, and that person is John Doherty himself! |
Ακόμη και σε αυτές τις χειρότερες * φορές η Τράπεζα της North Dakota κερδίζει κέρδη ρεκόρ και βοηθώντας ταμείο τους κατάσταση. | Even in the these worst* times the Bank of North Dakota is earning record profits and helping fund their state. |
'Οτι κερδίζουμε μόνο εμείς. | That it is all profit for us. |
Εμείς κερδίζουμε αρκετά. | Yes, our side profits some. |
Ο πρώην συνεργάτης μου, ο σπουδαίος Τζακ Μακάντεν έλεγε... ότι δουλειά μας δεν είναι να κρίνουμε τις επιθυμίες των άλλων. Πρέπει να κερδίζουμε απ' αυτές. | My former partner, the Great Jack McCadden taught me, our job in life is not to judge the ones and desires of our fellow men is to profit upon them. |
'λλοι κοπίασαν εδώ κι εσείς απ'τους κόπους τους κερδίζετε. | Others worked there... and you profit from their work. |
-Εβδομήντα πέντε πένες το μίλι. Πρέπει να κερδίζετε από αυτό. | You must make a profit on that. |
Δις Χαρτ, επιτρέπετε σε άλλες γυναίκες να εκτελούν τέτοιες πράξεις από τις οποίες κερδίζετε. | Miss Hart, you allow other women to perform an act from which you profit. |
Ενώ εσείς κερδίζετε με την σιωπή σας. | As you profit from your silence. |
Όσο πιο ριψοκίνδυνες είναι οι επενδύσεις... τόσο περισσότερο κερδίζουν από τη διαδικασία. | The riskier the investment forms are, the more they profit from the operation. |
Αλλά όπως πολύ καλά γνωρίζεται... Όλοι κερδίζουν από μια υγειή οικονομία. | But, as you very well know... everyone profits from a healthy economy. |
Αν είμασταν στον στρατό, θα σκοτώναμε ξένους κάθε μέρα, για να κερδίζουν ανθρωποι που είναι ως το λαιμό μες την διαφθορά! | If we were in the army... we'd be expected to kill strangers every day... to profit men who're up to here in corruption. |
Για να κλείσω, όσο κερδίζουν από τη μόλυνση της γης... οι εταιρείες θα συνεχίσουν να κάνουν ό,τι θέλουν. | Finally, as long as there's profit to be made from the polluting of our earth... |
Έμαθες πολλά, Τζόζεφ... και κέρδισες πολλά από όσα έμαθες. | You learned much, Joseph. And you profited much by what you've learned. |
Η συμμορία σου κέρδισε πολλά λεφτά. | Your gang profited... Big time. |
Ολοι μας κερδίσαμε. | We all of us profited: |
Λοιπόν, νομίζω κατάλαβα πώς κέρδιζε η Τέρι από την συμφωνία της με τις πόρνες. Εκβιασμός. | Well, I think I've worked out how Teri was profiting from her arrangement with the hookers. |
"Εκτός από το εισόδημα της δραστηριότητας της..." "Νοικιάζει δωμάτια σε πόρνες, κερδίζοντας από το επάγγελμα τους." | Besides the income from this activity, she lets out rooms to prostitutes, profiting from their trade: |