Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καθετηριάζω (probe) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καθετηριάζω
καθετηριάζεις
καθετηριάζει
καθετηριάζουμε
καθετηριάζετε
καθετηριάζουν
Future tense
θα καθετηριάσω
θα καθετηριάσεις
θα καθετηριάσει
θα καθετηριάσουμε
θα καθετηριάσετε
θα καθετηριάσουν
Aorist past tense
καθετηρίασα
καθετηρίασες
καθετηρίασε
καθετηριάσαμε
καθετηριάσατε
καθετηρίασαν
Past cont. tense
καθετηρίαζα
καθετηρίαζες
καθετηρίαζε
καθετηριάζαμε
καθετηριάζατε
καθετηρίαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καθετηρίαζε
καθετηριάζετε
Perfective imperative mood
καθετηρίασε
καθετηριάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'probe':

None found.