'Εχω να κάνω καλύτερα πράγματα απ' το να καθαρίζω για πάρτι σου. | I thought I made that clear. I got better things to do than to clean up after you. |
'ρχισα να καθαρίζω, είμαι νηφάλιος. | I'm beginning to clean up, I'm sober. |
- Όχι, καθαρίζω τραπέζια. | I have a table to clean. |
- Απλά με θέλετε για να καθαρίζω. | You just want me to clean. |
"Αυτό το σπίτι είναι πολύ μεγάλο να το καθαρίζεις μόνη σου. | "This house is too big for one person to clean. Why don't you leave? |
"Δεν σε ακούω να μουρμουράς για την χαρά του να καθαρίζεις τον στάβλο" | "I don't hear you babbling on about the joys of barn cleaning |
"Πώς γίνεται να είσαι τόσο πρόθυμη να καθαρίζεις... το διαμέρισμά μου όταν το δικό σου είναι τόσο χάλια"; | "How come you're so eager to help clean my place when your place is just as bad?" |
'Οταν δεν δoυλεύoυμε, θα βoηθάς με τ'άλoγα θα τα ξυστρίζεις και θα καθαρίζεις τoν στάβλo. | So when we're not working, you're not doing your therapy... I'd like you to help out with the horses, you know, rubbing' them, cleaning' the stalls. Think you can handle that? |
'Ερχεται, καθαρίζει, μαγειρεύει και φεύγει. | She cleans and cooks and then goes home. |
'Οταν τελειώνει από δω το πρωί, καθαρίζει το σπίτι ενός ροκ σταρ. | After she works here in the morning, she cleans some rock star's house. |
'ρα, ο Μάρτιν σκοτώνει την Πατρίσια Κέλι, καθαρίζει καιπετάτο πτώματης στο πάρκο ενώ οδηγούσε προς τα βόρεια. | So, basically, Martin kills Patricia Kelly, then cleans up, then dumps her body in the park on his way upstate. |
- Έχεις τη μαύρη που καθαρίζει το σπίτι. | You've got that black woman who cleans. |
" Τις φορτώνουμε άγρια, τις καθαρίζουμε είπε... | "We ship them rough. We clean them up. |
'Οταν καθαρίζουμε σπίτια, τα καθαρίζουμε και οι τρεις μαζί. | When we clean house, the three of us will clean it together. |
'Οταν σπούδαζα στο Ντουμπρόβνικ πάντα φοβόμουν όταν έπρεπε να καθαρίζουμε τους ασθενείς. | When I was studying in Dubrovnik, I always dreaded when we had to clean the patients. |
- XC7 32W. Την καθαρίζουμε τώρα. | We're cleaning it now. |
"Αν δεν τον καθαρίζετε" | "By not cleaning it up, |
"Μου καθαρίζετε τον δίσκο μου;" | What does it mean? "Please clean my beakers." |
"ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε..." | "Heal the sick, cleanse the lepers, "raise the dead, |
'Εμαθα πως ετοιμάζετε γεύματα, καθαρίζετε τουαλέτες. | I hear that you also prepare the meals and clean the toilets. |
## Αυνανιζόσαστε στα σεντόνια ## ## Οι μάνες σας καθαρίζουν για σας ## | You masturbate on the sheets Your mothers clean for you |
## Οι μάνες σας καθαρίζουν για σας ## | Your mothers clean for you |
'Οχι, να κυνηγούν, να πολεμούν, να ξυρίζονται, να καθαρίζουν ψάρια. | No, like hunting, having wars, driving cars, shaving, cleaning fish. |
'ρα πρέπει να το κλείνουν για να καθαρίζουν τη δεξαμενή. | So they must shut it down to clean the tank. |
"Μόλις καθάρισα εδώ. | "I just cleaned up this mess. |
'Ενας απ'τους λόγους που καθάρισα το διαμέρισμά σου... Είναι υπέροχο! | 0ne of the reasons that I cleaned your apartment... 0h, boy, it's great. |
'φησα κάτι, ξέρετε... όταν καθάρισα εκείνο το δωμάτιο. | I left something, you know, when I cleaned up that room. I saw something which I left. |
- ...και τα καθάρισα πριν έρθεις. - Συγγνώμη. | He peed his pants and l cleaned it up before you got here. |
- Όχι να καθαρίζω. - Αυτά δεν τα καθάρισες, όμως. | I don't think you ever cleaned this. |
- Αλλά μόλις καθάρισες! | But you just cleaned! |
- Εδώ ήταν το σώμα της κι εδώ... - ...καθάρισες το αίμα της μαμάς σου. | Here is where her body was, and here... is where you cleaned up your mother's blood. |
- Ελπίζω να καθάρισες τα σεντόνια... | I hope you cleaned those sheets. |
"Ο Leigh καθάρισε το τρέιλερ του την Παρασκευή μετά την δουλειά, | "Leigh cleaned out his trailer on Friday after work |
'Ισως την καθάρισε. | Maybe he cleaned her. |
'ρα ο δολοφόνος καθάρισε. | So the killer cleaned up. |
- 'ρα ο δράστης μας καθάρισε μετά. | So our doer cleaned up after himself. |
- Όταν επιστρέψαμε από το δάσος, καθαρίσαμε το σπίτι της, και όταν τελειώσαμε της έδωσα το κλειδί ενός επιπλωμένου σπιτιού που ανήκει στην εταιρία μας, και έφυγα. | After we got back from the woods, we cleaned up her house, and then I gave her a key to one of the company's corporate apartments, and I left. |
- Είδες πώς καθαρίσαμε; | -Did you see how we cleaned up? |
- Επίσης, καθαρίσαμε τους δρόμους. | Also, we cleaned up the streets. Yeah, sure. |
- Τα οποία καθαρίσαμε εμείς. | - Which we cleaned up. |
Αλλά καθαρίσατε μόνο τη μία πλευρά. | But you only cleaned one side. |
Βλέπω ότι καθαρίσατε. | I see you've cleaned house. |
Γι' αυτό καθαρίσατε τη σκηνή; | Is that why you cleaned up the scene? |
'ρα δεν υπήρχε τίποτα εδώ εξαρχής. Το καθάρισαν πολύ καλά πριν το κάψουν. | So there was nothing here to begin with or they cleaned it out pretty good before they torched it. |
- Αυτοί τα καθάρισαν. | They cleaned it up. |
- Λες και καθάρισαν τα πρεζόνια. | - Like the fiends cleaned themselves up. |
- Ναι, γι'αυτό καθάρισαν. | - Yeah, that's why they cleaned things up. |
'Oταv με πρωτoείδες, καθάριζα τo μπάvιo σoυ, αλλά δεv με είδες. | Maybe that's the point. The first time you saw me, I was cleaning your bathroom, only you didn't see me. |
'Οταν τέλειωνα το σχολείο... καθάριζα τρεις ορόφους μόνη μου. | Started by housekeeping in a hotel. By the time l left there and high school l was cleaning three floors all by myself. |
'ρα το μόνο που έχω να κάνω είναι να δημοσιεύσω σ' αυτή τη σελίδα, ότι βρήκα το παιδικό μου κουτί κολατσιού Ούκλα Μοκ ενώ καθάριζα το πατρικό μου. | So all I have to do is post on this fan board how I found my childhood Ookla the Mok lunch box while I was cleaning my parents' place out. |
'σχετα με το τι έκανα ένιωθα ότι κάθάριζα και καθάριζα και δεν ήταν τίποτα καθαρό. | But no matter what I did, I always felt like I was cleaning and cleaning and I never got anything clean. |
- Και καθώς καθάριζες... - Συγγνώμη! - ... το αίμα στο μπάνιο... | And as you were cleaning up all of the blood in the bathroom, Excuse me! |
- Νόμιζα ότι καθάριζες. - Καθαρίζω. | - l, uh-- l believe you said you were cleaning. |
Όταν καθάριζες την κουζίνα. | You were cleaning in the kitchen. |
Ότι την απάτησες, ότι είχε μεθύσει, ότι καθάριζες τα όπλα σου στην κουζίνα. | That you cheated on her, that she was drunk, you were cleaning your guns in the kitchen. |
"Η σορός της Ιζαμπέλ Ντιμπουά, 17, ανακαλύφθηκε όταν μια οικογένεια καθάριζε ένα ακατοίκητο σπίτι". | "The body of Isabelle Dubois, 17, was discovered when a family was cleaning out a vacant home." |
- Όχι, καθάριζε κιόλας. | Well, no. She was cleaning. |
- Υποθέτω καθάριζε τα δοχεία. | I guess he was cleaning the casks. |
Min-Γιουνγκ καθάριζε το σπίτι του την ημέρα που εξαφανίστηκε. | Min-Yung was cleaning his house the day she disappeared. |
- Ήταν σκουριασμένο, το καθαρίζαμε. | It had rust all over it. We were cleaning it. |
Απλά... καθαρίζαμε την μπανιέρα. | It's just... we were cleaning the tub. |
Βρήκαμε αυτό καθώς καθαρίζαμε τον χώρο. | We found this when we were cleaning out the rig. |
Θυμάσαι τότε που καθαρίζαμε το πατάρι μετά το θάνατο του μπαμπά, και δεν έβρισκες την πριγκίπισσα Λέα, από το Star Wars; | Um, remember when we were cleaning out the attic after Dad died and you couldn't find your princess Leia "Star Wars" figure? |
Καθώς καθαρίζατε, είδατε το ποτήρι με το κρασί; | While you were cleaning the room... did you notice the wine glass? -Yes, sir. |
Παρατηρήσατε τίποτα παράξενο στο σπίτι... όταν το καθαρίζατε; | Did you ever notice anything odd in the house When you were cleaning it? |
Το γραφείο που καθαρίζατε είναι αυτό που χάσατε από την αγωγή για τη δουλειά σας; | And the office you were cleaning out, that's the one you lost in the lawsuit over the practice? |
- Οι καμαριέρες καθάριζαν. | The maids were cleaning up. / Literally. |
Ένα τετραμελές συνεργείο είναι το μόνο εξουσιοδοτημένο στην πόλη και καθάριζαν αγάλματα στο Σέντραλ Παρκ τη μέρα που βιάστηκε η Ρόμπιν. | A four-man crew, the only crew authorized to do it in the city, were cleaning statues in Central Park the day Robin was raped. |
Αντιθέτως, όμως, δύο έφηβες Κορεάτισσες... οι οποίες καθάριζαν μέσα, κάηκαν ζωντανές. | 2 teenage korean girls who were cleaning up inside got burned to death. |
Δηλαδή καθάριζαν σφουγγάρια, όταν προκάλεσαν την αναταραχή; | You mean Liz and Max were cleaning erasers... |
# Ναι, καθαρίστε αυτό το μέρος # | # Yeah, clean out this place # |
'Ο,τι δεν πήρε η αστυνομία, χαρτιά και τέτοια, καθαρίστε τα. | Whatever the police did not take, papers, pictures, everything, you clean it up. |
- Richards, καθαρίστε τον εαυτό σας. | - Richards, clean yourself up. |
- Ευχαριστούμε! Μετά πάρτε ένα σφουγγαράκι και καθαρίστε το καλά εδώ! - Δες! | - Get a sponge and clean it up, right here. |
- Ή μπορώ να είμαι κάτω κι εσείς στην άκρη του κονταριού, καθαρίζοντας άψογα την καμινάδα κι ο κόσμος θα λέει ότι είναι η πιο καθαρή καμινάδα που υπάρχει. | Or I could be at the bottom, and you could be at the end of the pole cleaning the top of the chimney, doing a great job, and people would come round and go, "Wow, that is the cleanest chimney ever! |
Mέσα σε μια κουζίνα, καθαρίζοντας μπακαλιάρο. | Stuck in the kitchen, cleaning codfish. |
Άρχισε καθαρίζοντας τον ιματισμό των στούντιο. | He started by cleaning the wardrobes for the movie studios. |
Έβγαλε μερικά δολάρια παραπάνω, στην τραπεζαρία των αστέγων, καθαρίζοντας μετά το κλείσιμο. | He picked up a few extra bucks at a soup kitchen, cleaning up after hours. |
"Πρέπει να "καθαρίσει" ο Χάουζ". | "Got to get House cleaned up. |
'Εχει "καθαρίσει" πολλά σπίτια. | She's cleaned many houses. |
'Εχει καθαρίσει εντελώς. Αλλά δεν θα άφηνα να της συμβεί τίποτα. | She's totally cleaned out, but I wouldn't let anything happen to her. |
'Εχω καθαρίσει εκεί. | I already cleaned there. |