- Και μερικές φορές πρέπει να τα ξυρίζω. | - Sometimes I have to shave that. |
Αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί να μείνει μια μέρα αξύριστος, κι έτσι... αναγκάστηκα να μάθω να τον ξυρίζω. | But he couldn't abide going a day without a shave, so... I had to learn how to shave him. |
Αλλά θα συνεχίσω να ξυρίζω τα πόδια μου και να πλένω τα μαλλιά μου, και να είμαι η καλύτερη κοπέλα που μπορώ. | But I'm still going to shave my legs and wash my hair, and be the best girlfriend that I can. |
Αλλά πρέπει να ξυρίζω τις μασχάλες μου. | - But I do have to shave my armpits now. |
Γιατί τελικά, τη βρίσκω να κοιμάμαι διαγώνια στο κρεβάτι και να μην χρειάζεται να ξυρίζω τα πόδια μου. | And not having to shave my legs. |
- Δεν ξυρίζεις τα πόδια σου; | Don't you shave your legs? |
Όταν έχεις δικό σου πρόσωπο, πρέπει και να το ξυρίζεις. | One has a face, one would shave it. |
Όταν ξυρίζεις το κεφάλι σου, χρησιμοποιείς ξυράφι ή ξυριστική μηχανή; | When you shave your head, do you use a straight razor or clippers? |
Αν θες να μιλάς για εμένα, τότε μην ξυρίζεις τα αυτιά μου πριν. | If you're gonna talk about me, you shouldn't shave my ears first. |
Αυτό σημαίνει ότι ξυρίζεις το κεφάλι σου και χορεύεις, φορώντας ρόμπες; - Μόνο τα Χριστούγεννα. | Does that mean you shave your head and dance around in robes? |
- Γίνεται ο καυγάς. Πάει σπίτι. Το σκέφτεται λίγο, ξυρίζει το κεφάλι, επιστρέφει, του ρίχνει τις 4 πέννες | He goes home, broods a bit, shaves his head, comes back, throws the four pence at him and stabs him! |
Όταν η Δεσποινίδα Ώντρει σε κοιτάζει αφ'υψηλού, θυμήσου ότι ξυρίζει το πάνω χείλος της! | When Miss Audrey looks down her nose at you, remember this - she shaves her top lip! |
Απλά ξυρίζει το κεφάλι του. | No, he just shaves his head. |
Αυτό και να μην μπαίνεις στο μπάνιο όταν ξυρίζει τα πόδια της ή κάνει μπουμ μπουμ. | That and staying out of the bathroom when she shaves her legs or makes a boom-boom. |
Δεν θέλω να νομίζει ότι είμαι κανένας φλώρος... που ξυρίζει το στήθος του. | l don't want her to think l'm a low-rise briefs guy who shaves his chest. |
Δεν ξυρίζουμε τα κεφάλια μας, σε αυτό το σπίτι. | We do not shave our heads in this house. |
Εκεί που ξυρίζουμε ο ένας τον άλλον; | Where we shave each other? |
Και μετά τον ξυρίζουμε; | And then we shave him? |
Κανονικά τους ξυρίζουμε με κάτι που το λέμε ξυράφι, αλλά δεν είχα την ευκαιρία, δεδομένου ότι ήμουν εδώ. | Normally we shave them off with something called a razor, but I haven't had the chance since I've been here. |
Μετά την προετοιμασία, ξυρίζουμε το πρόσωπο πριν την εφαρμογή του makeup. | After the preparation, we shave the face before applying makeup. |
Δεν έχεις δει κάποιον να ξυρίζετε; | Never seen a man shave before? |
Σίγουρα ξυρίζετε. | I bet he shaves himself. |
'κουσα ότι οι αθλητές των Ολυμπιακών ξυρίζουν όλες τις τρίχες τους και από την ιδιαίτερη περιοχή, για να πηγαίνουν πιο γρήγορα. | I heard that Olympic swimmers shave all the hair off their head and their private areas to make 'em move faster. |
- Ότι δεν ξυρίζουν τις μασχάλες τους. | - 1: They don't shave their armpits. |
- Κι εγώ, εκτός αν σε ξυρίζουν. | I'm up for it as long as they don't shave anything. |
- Συγνώμη, μόλις είπες οτι οι πραγματικοί άντρες ξυρίζουν το στήθος τους; | Did you just say real men shave their chests? Oh, no. |
- Τ'αγόρια ξυρίζουν τα πρόσωπά τους? | Boys shave their faces? |
"Έχασα 10 κιλά, ξύρισα το κεφάλι μου... | "I've lost 20 Ibs, shaved my head, |
- Μόλις ξύρισα το μούσι μου. | -I shaved my beard. |
- Μόνο το κεφάλι ξύρισα, Τιμ. | Just shaved head, Tim, that's it. |
- Ναι, το ξύρισα και... φαγουρίζει τρομερά. | - You shaved your chest? |
- Το ξύρισα. | - I shaved it off. |
- Ναι. - Θα της πεις ότι το ξύρισες; | -You tell her you shaved it? |
Άρα, τα παράτησες και ξύρισες και το μούσι του συνταξιούχου. | So you gave up and shaved your retirement beard. |
Έι, ξύρισες την γενειάδα σου. | Hey, you shaved your beard. |
Εντάξει μωρά, ξύρισες ένα φρύδι. | So,you shaved off your eyebrow. |
Θυμάσαι όταν ξύρισες το κεφάλι του Κεν και της Μπάρμπι; | Remember when you shaved Ken and Barbie's heads? |
- Αλλά ξύρισε την αλογοουρά του. | But he shaved his rattail. |
- Γεια. - Ο Τζέρι ξύρισε το στήθος του. | -Jerry shaved his chest. |
- Ναι, το ξύρισε κι αυτό. | -Yeah, he shaved his head. |
- Ο Τσιπ ξύρισε το μουστάκι του. | - Chip shaved. |
- Το κάθαρμα τα ξύρισε! | Bastard shaved it off! |
"Κάναμε μπάνιο μαζί, ξυρίσαμε ο ένας τον άλλον..." | "We bathed each other, we shaved each other..." |
Άκουσα ότι εσείς οι δύο ξυρίσατε τα κεφάλια από δύο σπασίκλες. | Hey, I heard you two shaved two nerds' heads a while back. |
Με ξυρίσατε; Ω, Θεέ μου. | You shaved me? |
Ταγματάρχα, δώστε μου να καταλάβω... γιατί ξυρίσατε τα παιδιά. | Major Payne, could you please help me to understand why you shaved the children bald? |
Ήταν πικρόχολος, επειδή δεν την πάτησες με την γοητεία του, και επειδή δεν το έκανε με καμία, του ξύρισαν τα μαλλιά. | He was bitter because you didn't fall for his charm, and not scoring with the ladies meant getting his head shaved. |
Όταν πρωτοπήγαμε στο στρατόπεδο, μας πήγαν σε μια περιοχή που μας ξύρισαν το κεφάλι και πήραν τα ρούχα μας. | When we first got to the camp, we were marched to an area where they shaved our heads,took our clothes. |
Είμαστε στο MySpace... και πέρυσι όλοι οι άντρες ξύρισαν τα κεφάλια τους για φιλανθρωπικό σκοπό. | We're on MySpace, and last year all the fellas shaved their heads for Comic Relief. |
Κάποιο άλλο παιδί στην τάξη κάνει, και πολλά αγόρια στην τελευταία τάξη, σε ένδειξη αλληλεγγύης ξύρισαν τα κεφάλια τους. | Another kid in class is, and a lot of the boys in the senior class as a show of solidarity shaved their heads. |
Μαμά, μου ξύρισαν το στήθος. | Mom,they shaved my chest. |
Σε ξύριζα. | I was shaving you. |
Σερίφη, ξύριζα τον κο Σάμερτον, όταν δύο άντρες ήρθαν στο μαγαζί μου. | Sheriff, I was shaving Mr. Summerton when those two men came into my shop. |
Αφού με άκουσες να ξυρίζομαι. Νόμιζα ότι ξύριζες το πρόσωπό σου. | I thought you were shaving your face! |
Και προσεύχομαι στον Θεό ότι μόνο αυτό ξύριζες. | And I pray to god that's all you were shaving. |
Ενώ τον ξύριζε βρήκε αυτό. | Anyway, while he was shaving him, he found this. |
Κάποιος με ξύριζε. | Someone was shaving me. |
Δώστε 20 βουρδουλιές σε κάθε μία από αυτές τις αμαρτωλές και ξυρίστε τα κεφάλια τους. | Give 20 lashes to each one of these sinners and shave their heads. |
Καθαρίστε τον και ξυρίστε τον για την εγχείρηση. | Clean him and shave him for the operation. |
Αλλά θα πρέπει να ενημερώσεις την αδελφή σου ότι αν συμβεί κάτι άλλο στη γυναίκα μου, αν κοπεί ξυρίζοντας τα πόδια της, θα το ανταποδώσω σε εσένα στο εκατονταπλάσιο. | But you need to let your sister know that if anything else happens to my woman, if she cuts her leg shaving, I'm gonna take it out on you a hundredfold. |
Αν θεωρήσουμε πως το έπαθες ξυρίζοντας το μέτωπό σου | Assuming you did this shaving your forehead... |
Θα ξεκινήσω ξυρίζοντας μια μικρή λωρίδα κατά μήκος της στεφανιαίας τομής αντί να κόψω όλα του τα μαλλιά. | I'm going to begin by shaving a short strip along the coronal incision instead of cutting off all of his hair. |
Και θα ξεκινήσουμε, ξυρίζοντας τα κεφάλια σας. | We thought we might start by shaving your heads. Come on, not my hair, all right? |
Νομίζω πως έιναι γαμάτο, να έχεις φαλάκρα, ξυρίζοντας το κεφάλι σου | I think it's cool how you owned your own baldness by shaving your head. |
Έχει αυτή την αρρώστια που το κεφάλι του είναι ξυρισμένο, με την διαφορά ότι δεν χρειάζεται να το ξυρίσει γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μεγαλώνουν τα μαλλιά του. | He has this disease where his head is shaved, except he doesn't have to shave it because he can't grow any hair in the first place. |
Αρκετή για να ξέρω ότι δεν μπορείς να τραγουδήσεις... και δεν έχεις ξυρίσει τα πόδια σου εδώ και μία βδομάδα. | Long enough to know you can't sing... and haven't shaved your legs in a week. |
Αυτό είναι το νόημα. Είναι τόσο ψηλές γιατί δεν έχω ξυρίσει τα πόδια μου. | Well, that's the point: it's to hide that fact that I haven't shaved my legs. |
Για κάποιο λόγο του είχαν ξυρίσει τα φρύδια και ήταν πολύ αναστατωμένος. | They shaved his eyebrows for some reason and he was so upset. |
Δεν έχω ξυρίσει ποτέ πρόσωπο άλλου. | I've never shaved a man's face before. |