Μια καλή γυναίκα το αναγνωρίζει αυτό και χαίρεται να διευκολύνει την πορεία. | A good wife recognizes that and is happy to smooth the way. |
Ο Υποπρόξενος Lan χαίρεται να συζητά νομικά θέματα αν είχατε την καλοσύνη να πάτε μαζί του. | Vice Consul Lan is happy to discuss legal matters if you would be so kind as to go with him. |
Νομίζω ότι ο Νονός χαίρεται με την παρούσα κατάσταση. | You know, I think that el "Padroni" is happy with the current situation. |
Θεέ μου, χαιρόμαστε που βρισκόμαστε εδώ. | Grandfather, we are happy to be here. |
Είμαι σίγουρος ότι όλοι οι άλλοι έγκλειστοι χαίρονται γι αυτό. | I'm sure all the other inmates are happy about that. |
Κάποιοι χαίρονται που με ακούνε, Κάποιοι το αντίθετο. | Some are happy to be hearing from me, some are scared to death. |
Πιάστε τον. Όπως βλέπετε, οι Ουντ χαίρονται να υπηρετούν. Τους κρατάμε σε εγκαταστάσεις υψηλών προτύπων. | As you can see, the Ood are happy to serve, and we keep them in facilities of the highest standard. |
Αν χαρεί η Μπεβ, θα χαρώ κι εγώ και άρα θα χαρείς κι εσύ. | - Denny- - Bev will be happy, which makes me happy, which makes you happy. |
Αν χαρεί η Μπεβ, θα χαρώ κι εγώ και άρα θα χαρείς κι εσύ. | - Denny- - Bev will be happy, which makes me happy, which makes you happy. |
Είμαι βέβαιος Kim θα χαρεί να σας έχουμε ως δεύτερη καρέκλα. | I'm sure Kim will be happy to have you as second chair. |
Οποιοσδήποτε από τους πωλητές μου θα χαρεί να απαντήσει | Any of my salespeople will be happy to answer any question you might have. |
Σίγουρα η αστυνομία θα χαρεί να στείλει κάποιον εδώ. | I'm-I'm sure that the police will be happy to send someone over. |
- Ο Ντέιβιντ θα χαρεί πολύ. | David will be happy. |
Ο Κούγκαρ θα χαρεί. | Cougar will be happy! |
Eleanor θα χαρούμε να σε δούμε. | Eleanor will be happy to see you. |
Ο κ. Ντέϊλι και εγώ, θα χαρούμε πολύ... να έχουμε εδώ και τον αγαπητό σας παππού. | Mr. Daly and I will be happy... to have dear Grandpapa. |
Τα δικαστήρια θα χαρούν να ξεφορτωθούν το πρόβλημα. | You know damn well the courts will be happy to be rid of the problem. |
Οι γονείς σου θα χαρούν να σε δουν. | Your parents will be happy to see you. |
Είναι αργά αλλά είμαι σίγουρος πως η MGM, η Paramount και οι λοιποί... θα χαρούν να τους ξυπνήσω και να τους πω τα νέα. | It's late, but I'm sure MGM, Fox, Paramount and the rest will be happy to have me wake them up with the news |
Ίσως χάρηκες βλέποντας εκείνους τους ανθρώπους να θάβουν... τις μανάδες και τους πατεράδες και τα παιδιά τους... χωρίς καμία αίσθηση... καμία δικαιοσύνη. | Maybe you were happy to see those people bury their mums and their dads and their children, with no sense of... no justice. |
Νομίζω ότι ήταν το τελευταίο πράγμα με το οποίο χάρηκε. | I think it was the last thing he was happy about. |
Είμαι σίγουρη πως ο πατέρας μου θα χάρηκε όταν άκουσε ότι είχε δίκιο... σχετικά με μένα να έρθω στην Αμερική. | I'm sure my father was happy to hear he was right... About me coming to America. He was against it, no doubt? |
Εξήγησα στην Μίλι σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα κατά της Τζόι, και χάρηκε πολύ να βοηθήσει. | I explained to Milly about Joy's restraining order, and she was happy to help out. |
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω γιατί του είπα για το USC και χάρηκε για μένα. | I told him about USC and he was happy. |
- Ο καθηγητής χάρηκε που του το ζήτησα | - The old prof was happy when I asked him. |
Τσακ, χαρήκαμε όταν αποφάσισες να μην μετακομίσεις, αλλά δεν θα έπρεπε η ζωή σου να οδεύει κάπου; | Chuck, we were happy when you decided not to move out, but shouldn't your life be moving somewhere? |