Πώς είναι να τρομοκρατώ ένα οχτάχρονο αγόρι που δε μου έκανε ποτέ τίποτα κακό... | I know what it is to terrorize an eight year old boy, who has never done me any harm. |
Κοίτα, μικρέ, μην τρομοκρατείς την αστυνομία. | Now, sonny, you mustn't terrorize the police. |
Και όσο με τρομοκρατείς, θα σε πολεμάω. | And as long as you terrorize me, I'm gonna fight you. |
Και αν σου πω, θα με σκοτώσεις έτσι κι αλλιώς. Θα γίνεις Θεά και θα τρομοκρατείς τον κόσμο. | And if I do tell you, you'll kill me anyway, become a god and terrorize the world. |
- Γλιστράς στα διαμερίσματα τους, τις τρομοκρατείς και μετά παριστάνεις ότι είσαι σε ραντεβού; | You slip into their apartments with that wimp-boy frame of yours. You terrorize them and you pretend you're on a date? |
Τι μου έκανες; Για βδομάδες,τρομοκρατείς εμένα και την οικογένειά μου, με τις γαμημένες ταινίες! | For weeks, you terrorize my family and me with your damn tapes! |
Έχεις δει καουμπόιδες να τρομοκρατούν μια πόλη; | You saw the cowboys terrorize a city? |
Αυτοί οι μανιακοί τρομοκρατούν ενενήντα ανθρώπους... στη έξοδο επιβίβασης Β. | We've got 90 people being terrorized by those maniacs in boarding area B right now. |
Γουστάρουν να τρομοκρατούν τον κόσμο! | Sometimes they like to come up and terrorize the people parking. |
Αποστολή τους ήταν να τρομοκρατούν μαύρους, που έρχονταν εδώ από τον νότο, ψάχνοντας για δουλειά. | Mission was to terrorize blacks coming up from the south looking for jobs. |
Ο Ντάνυ είναι νεκρός, αλλά οι απαγωγείς, ο σκοπός τους είναι να τρομοκρατούν ανθρώπους, σωστά; | Danny's dead, but the kidnappers, their point is to terrorize people, right? |
Το Σώμα του θα τρομοκρατήσει το Σύμπαν. | His corps will terrorize the universe. |
Και θα σκοτώσουν, και θα τρομοκρατήσουν, και θα συνωμοτήσουν, και θα προκαλέσουν ασύλληπτες καταστροφές στον κόσμο. | And they will kill, and they will terrorize, And they will conspire, And they will cause unimaginable destruction |
Ξέρεις , οι στρτιωτικοί σου θα τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους μου είτε σε σκοτώσω, είτε όχι. Έτσι, όπως μπορείς να φανταστείς, η ζωή σου κρέμεται από μια πολύ λεπτή κλωστή. | You see, your military will terrorize my people whether I kill you or not, so as you can imagine, your life is hanging on by a very thin thread. |
Την τρομοκράτησα. Προσπάθησα να την τρομοκρατήσω. | I terrorized her, I attempted to terrorize her. |
Συγνώμμη που σας τρομοκράτησα, παιδιά. | I'm sorry I terrorized you, children. |
Λοιπόν, εγώ είμαι που τρομοκράτησα τα παιδιά! | Well, I'm the one who terrorized those kids! |
Ακόμα και σήμερα τρομοκράτησα έναν αθώο. | Even today, I terrorized an innocent. |
- Την τρομοκράτησα. | I've terrorized her. |
Με βίασες και με τρομοκράτησες, επειδή έτσι κάνουν οι βρικόλακες. | You violated me and terrorized me, because that's what vampires do. |
Θα δούμε και ποιον άλλον τρομοκράτησες εκεί. | We can see who else you terrorized there. |
Σύντομα θα ξέρουμε αν ο Godzilla, το τέρας που τρομοκράτησε το κόσμο, θα θαφτεί για πάντα στα βάθη των ωκεανών | We will soon know if Godzilla, the monster that has terrorized the world will be finally buried forever in the ocean depths. |
Λειτουργούσε συχνά σαν μονομελής επιτροπή, ταξίδευε μακριά εξέτασε πολλούς, τρομοκράτησε μερικούς κατηγόρησε πολίτες και στρατιωτικούς διοικητές της προηγούμενης κυβέρνησης για μια μεγάλη συνωμοσία που προσπαθεί να επιβάλλει στη χώρα τον Κομμουνισμό. | Often operating as a one-man committee, he has traveled far interviewed many, terrorized some accused civilian and military leaders of the past administration of a great conspiracy to turn over the country to Communism. |
Στα τέλη του '70, κάποιος Γουίλιαμ Μακάνταμ τρομοκράτησε το Λιντς επί 2 μήνες. | In the late '70s, a man called William MacAdam terrorized Leeds for two months. |
Και δεν τρομοκρατήσαμε κανέναν, χαβαλέ κάναμε. | And we didn't terrorize anyone. We just aerated the ceiling a little. |