Βγαίνεις, τσιλημπουρδίζεις κι εγώ φροντίζω το σπίτι και το παιδί! | You go out, you fool around! I sit here, take care of your house and kid. |
Γιατί τσιλημπουρδίζεις με παντρεμένες γυναίκες; | Why do you fool around with married women? |
Αν μια γυναίκα τσιλημπουρδίζει, πρέπει να αφήσει κάποιον να μπει μέσα της. | If a woman fools around, she's gotta let someone inside her. |
Μην τσιλημπουρδίζετε με γυναίκες. Οι σύζυγοί τους κουβαλούν όπλα. | Don't fool around with the women, their husbands carry guns. |
Πλήγωσα την Veronica τσιλημπουρδίζοντας, αλλά με πλήγωσε κι αυτή με το ψαροντούφεκο, και αυτό έκανε την σχέση να ξεκινήσει από την αρχή. | I hurt Veronica by fooling around, but then she hurt me back with a speargun, and that reset the relationship. |