Είναι ένα καταπληκτικό ιταλικό εστιατόριο όπου συχνάζω και λέγοντας "εστιατόριο", εννοώ τους σκουπιδοτενεκέδες από πίσω. | There's this great Italian restaurant I like to frequent. And by "restaurant," |
Ναι, έτσι είναι... 'ρχισα να συχνάζω στο Apocalipse στην αρχή... | Yes, I am so ... I began to frequent the Apocalipse at first ... .. without really knowing why ... |
Έστειλες τον πελάτη μου σε γιατρό μαφιόζων σε κάποιο καζίνο του υποκόσμου όπου συχνάζεις. | You send my client to a mob doctor... working in the backroom of some underworld casino you frequent. |
Δεν ήξερα ότι συχνάζεις σε τέτοια μέρη, Έμιλι. | Oh, I didn't know you frequented such places, Emily. |
Δεν μένεις εδώ, αλλά ως υπάλληλος του FΒΙ συχνάζεις εδώ. | You don't live in this area but as a federal employee, you have reason to frequent it. |
Εσύ δεν είπες πως συχνάζεις σ' αυτό το μπαρ; | Did you say you frequent this bar? |
Ρώτησα τον φίλο μου, τον ιδιοκτήτη του μπαρ που συχνάζεις. | I enquired of my friend, the proprietor of the bar you frequent. |
"Ηλικία 63, συχνάζει στο κλαμπ Μετροπόλιτ και στο κλαμπ Σκάιβιου. | "Age 63, frequents Metropolite City Club, Skyview Luncheon Club. |
- Μοιάζεις λιγότερο με κοπέλα που είναι τηλεφωνική υπάλληλος και περισσότερο με μία που συχνάζει σε νυχτερινά κέντρα. | Well, the hours you keep seem less that of a woman gainfully employed as a telephone operator and more that of one who frequents taxi dance halls. |
Έχουμε βρει τα κλαμπ όπου συχνάζει, όπου και η Οχιά. | Well, we've mapped The hot spots he hits, And he frequents the same Clubs that the viper does, |
Όσο για τον κύριο Μέρφι, συχνάζει στο κλάμπ Μπλερ. | As for Mr. Murphy, he frequents a club called "Blur." |
Αν θέλουμε να την εντοπίσουμε, πιθανό να είναι κάπου που συχνάζει. | If we're trying to track her down, it will likely be some place she frequents. |
Κατάλαβα και το όνομα του πανδοχείου που συχνάζετε; | And the name of the inn you did frequent? |
Κοίτα, δεν μπορώ να σας φανταστώ να συχνάζετε στα κλάμπ των ρεπουμπλικάνων, αλλά το γεγονός ότι ούτε εσείς, ούτε εγώ είμαστε μέλη.... δεν θα πρέπει να μας τυφλώνει, σχετικά με τη σημασία της ύπαρξής τους. | Look, I don't imagine you frequent the republican clubs, but the fact that neither you nor I are members... should not blind us to the significance of their existence. |
Σκεφτείτε τα μπουρδέλα που συχνάζετε. | Think of all the brothels you frequent. |
- Θεωρούμε δεδομένο ότι είσαι ένα πρόσωπο από τον κύκλο του Άρκτορ, με συγκάτοικους και φίλους που συχνάζουν στο σπίτι. | We take it for granted that you are one of the individuals that are in Arctor's circle of roommates and friends that frequent the house. |
Ln στους δρόμους της Νεάπολης, συχνάζουν για διαπραγμάτευση. | In the streets of Neapolis, frequented for trading. |
Ένα σοκάκι που συχνάζουν ψεύτες. | A lane frequented by liars. |
Ήθελα να ξέρει ο φίλος μου ότι συχνάζουν οι "Le Milieu" στο εστιατόριό του. | Not for the department. I just thought my friend should know that Le Milieu was frequenting his restaurant, that's all. |
Όχι αν συχνάζουν σε δημοφιλή τουριστικά μέρη! | Not frequenting respectable tourist attractions, no. |