Όταν ο θάνατος είναι καλός, το δωμάτιο είναι γεμάτο ηρεμία και όλος ο πόνος ξεχνιέται. | 'When a death is good, the room is filled with peace, 'and all the pain that went before it is forgotten. |
Όταν οι λάμπες ξανανάβουν, ο χρόνος ξεκινά και πάλι, μα ό,τι είπες ή έκανες ξεχνιέται, όχι απλώς ξεχνιέται... | When the lamps are lit again Time starts again, but everything you said or did is forgotten More than forgotten |
Αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι έκανες ξεχνιέται. | It doesn't mean what you've done is forgotten. |
Ναι. Όταν όλα βαίνουν καλώς, το δωμάτιο ξεχειλίζει από ευτυχία και όλος ο πόνος ξεχνιέται. | 'When all goes well, the room is filled with happiness 'and all the pain that went before is forgotten. |
"Και όσο πιο δυσάρεστες είναι, τόσο γρηγορότερα ξεχνιούνται." | And the more unpleasant they are, the faster they are forgotten." |
'Ολα συvχωρούνται, οι όρκοι ξεχνιούνται. | But all is forgiven as oaths are forgotten. |
Ίσως γι' αυτό, πιο μεγάλες και πιο σημαντικές μάχες ξεχνιούνται ενώ αυτή παραμένει στη φαντασία μας. | Perhaps that's why, after longer and more important battles are forgotten, it lingers in our imagination. |
'Οταν άρχισε ο πόλεμος, το πρόγραμμα ξεχάστηκε. | The project was forgotten, when the war started. |
Αλλά οι πατέρες μας τον σκότωσαν, και το πρόσταγμα ξεχάστηκε. | But our fathers killed him, and the word was forgotten. |
Αλλά το όνομα μου ξεχάστηκε κι εγώ έγινα μια σκιά. | But my name was forgotten, and l became just a shadow. |
Δεν έμαθε παρά μόνο 10 χρόνια αργότερα, ότι το αγόρι ήταν ζωντανό, κατά τον οποίο χρόνο έδωσε χάρη στο αγόρι και τον επέστρεψε στους νόμιμους γονείς του, και για ένα διάστημα το θέμα ξεχάστηκε. | He didn't learn until 10 years later that the boy was actually alive, at which time he pardoned the boy and restored him to his rightful parents, and for a time the matter was forgotten. |
"Η Έιμι και η Τζο αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι όλα ξεχάστηκαν με ένα εγκάρδιο φιλί". | "And Amy and Jo hugged one another close, and everything was forgotten in one hearty kiss." |
Όλα λοιπόν ξεχάστηκαν. | So how I was forgotten? |
Η μέτρηση της περιφέρειας της Γής κι όλα αυτά ξεχάστηκαν. | Measuring the circumference of the earth all of that was forgotten. |
Μια φορά κάποιος ήπιε λίγο παραπάνω και φώναξε σ' έναν αστυνομικό, αλλά έγραψε μια επιστολή απολογίας και όλα ξεχάστηκαν. | 'Someone once had a bit too much to drink and shouted at a policeman, 'but they wrote a letter of apology and all was forgotten. |
"Δεν θα ξεχαστείτε ποτέ". | "You will not be forgotten." |
Σας αξίζει να ξεχαστείτε. | You deserve to be forgotten. |
'Οχι. Αυτό το κεφάλαιο της ζωής σου έχει ξεχαστεί. | No, no - that chapter of your life has been forgotten. |
'κουσα τη μαμά να λέει ότι είναι στην αγορά εδώ και καιρό, έχει ξεχαστεί. | I heard Mom say it's been on the market so long, it's been forgotten. |
- Άκου. "Η σημασία της δημοκρατίας έχει από καιρό ξεχαστεί. | Listen. "The true meaning of democracy has long been forgotten in Mexico. |
Έχει ήδη ξεχαστεί. | It has already been forgotten. And what about you? |