Ζητήσατε λεπτομέρειες για το πόσο ωραία πέρασα στο Βαλέχο και σας προμηθεύω με χαρά περισσότερο υλικό. | In answer to your asking for more details about the good times I have had in Vallejo, I shall be very happy to supply even more material. |
Ο Δρ. Κίνκερκ ταξιδεύει συχνά, οπότε χρησιμοποιώ το γραφείο για να προμηθεύω αναβολικά στους τριαθλητές. | Dr. Kinkirk travels a lot. I use the office sometimes to supply doping equipment to the triathletes. |
- Αν μάθω ότι προμηθεύεις τα τοπικά εστιατόρια και τα κεμπαπτζίδικα με παράνομο κρέας | If I find out you have been supplying local restaurants and kebab houses with dodgy meat... |
- Κι εσύ προμηθεύεις τα άτομα. | And you supply her with the bodies. |
Έγινε μια διπλή δολοφονία... στο τετράγωνο του σπιτιού που προμηθεύεις. | There was a double homicide... right down the block from the crack house you supply. |
Όλα αυτά τα χρόνια κινείς όπλα στο Μπέλφαστ, και τώρα προμηθεύεις από την Βουδαπέστη. | All those years running guns into Belfast, and now you supply from Budapest. |
Όχι, προμηθεύεις την δίωξη με πραγματικές πληροφορίες για να την βοηθήσεις με την υπόθεση. Ναι. | No, you've been supplying the prosecution with true information to help them win a case. |
- Εντάξει. Στα δεξιά του κεντρικού κυλίνδρου, που προμηθεύει ρεύμα στο υδραυλικό σύστημα του πηδαλίου ρύγχους, θα βρεις μια κίτρινη εξάρτυση συνδεσμολογίας. | On the right of the master cylinder, that supplies power to the hydraulic system of the nose wheel, you will find a yellow wiring harness. |
- Με υψηλό αίσθημα ασφάλειας, χωρίς άμεση σύνδεση με τα όπλα που προμηθεύει, μέχρι τώρα. | And normally ultra security-conscious, never directly connected to the weapons he supplies, until now. |
- Ποιος σε προμηθεύει με το προϊόν; | - Who supplies you with your product? - I forget. |
- Ποιός σου προμηθεύει τη νιτρογλυκερίνη; | - Who supplies your soup? |
-Αυτός προμηθεύει. | - This man gives them supplies. |
Αν είναι να αναπληρώσουμε τον Λίο, καλύτερα να σιγουρευτούμε ότι οι αγοραστές συμφωνούν να τους προμηθεύουμε εμείς. | If we're taking over Leo's patch, we'd better make sure the buyers are all right with us supplying them. |
Για 25 χρόνια... προμηθεύουμε με πολυτελή είδη όλα όσα χρειάζεται... μια επιχείρηση. | For 25 years, Mitchler's Handi-crappers have been supplying luxury johns for all your business needs. |
Εμείς τους προμηθεύουμε, εκείνοι μας βοηθάνε. | We supply them, they help us. |
Επί 75 χρόνια προμηθεύουμε τα μεγαλύτερα κράτη... με τα πιο σύγχρονα όπλα. | For 75 years we've been supplying the world's greatest nations with the world's latest weaponry. |
Θα προμηθεύουμε τον πάγο που χρησιμοποιείται από την Κυβέρνηση σε φτηνή τιμή. | We shall supply the ice used by the government at a cheap price. |
Αρχίζοντας απ'αυτή την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα θα μας προμηθεύετε με 30 κιλά ψωμί. | Starting this week, every Monday, you must supply 30 kilos of bread. |
Γιατί; Το προμηθεύετε και αυτό; | Do you supply that, too? |
Δεν μας προμηθεύετε τις μπαταρίες που χρειαζόμαστε. | You are not supplying us with the batteries we need. |
Δεν ξέρει ότι εσείς το προμηθεύετε. | He does not know you are supplying it. He'd better not. |
Η δύναμή μας είναι ο πόνος μας, και μας προμηθεύετε με απεριόριστα αποθέματα. | Our strength is our suffering, and you provide us with an endless supply. |
" που με δόλο προμηθεύουν Εβραϊκά άτομα " | "of fraudulently supplying Jewish individuals" |
3 εταιρίες χημικών, στις ΗΠΑ προμηθεύουν αυτά τα πολυμερή. | Three chemical companies in the US supply those compounds. |
Bitcoin έχει υπεργολάβους, επιχειρηματίες υπολογιστή που προμηθεύουν animation ή τυχαία κωδικοποίηση. | Bitcoin has subcontractors, computer entrepreneurs who supply animation or random coding. |
Έκανα στους ιδιοκτήτες μια χάρη κάποτε, και με προμηθεύουν. | I did the owners a favor once, and they keep me in fresh supply. |
Έκανε την περιουσία του προμηθεύουν την πλευρά του Νότου με τα τρία G apos? S: κορίτσια, όπλα και μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών. | He made his fortune supplying the South side with the three G's: girls, guns, and gambling machines. |
Ναι, προμήθευσα τον, σινιόρ Μέντεζ με τα πυροτεχνήματα | Yes, I supplied Senor Mendez, the fireworks. |
Τι θα έλεγες αν η Δημοκρατία μάθαινε ότι ήμουν εγώ που προμήθευσα τον Ρας Κλόβις με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να ανατρέψει τους ηγέτες της τράπεζας; | How do you think the Republic would like to know that it was I who supplied Rush Clovis with all the information he needed to topple the leaders of the bank? |
Όλες οι άλλες πληγές και τα τραύματα καταμετρήθηκαν από τον ιατρικό φάκελο που προμήθευσες στον Γκάμπριελ. | All other wounds and injuries are accounted for in the medical file you supplied Gabriel with. |
Η Χλόη Λάτιμερ είπε ότι την προμήθευσες με ένα πακέτο κοκαΐνης. | Chloe Latimer says you supplied her with a wrap of cocaine. |
Πιστεύεις ότι αυτή είναι η μόνη πληροφορία που προμήθευσες στον Μέγκατρον; | Do you think this is the only intel you supplied to Megatron? |
Πιστεύω ότι ήσουv εσύ που του προμήθευσες το χάπι για έvα γρήγορο, μη αvιχvεύσιμο θάvατο. | I believe it was you who supplied him the pill to end his suffering quickly, undetectably. |
'ρα η Όμνι ή έβαλε τη βόμβα που σκότωσε τον Νόρις ή προμήθευσε με λευκό φώσφορο το άτομο που το έκανε. | So Omni either planted the bomb to kill Norris or they supplied the white phosphorus to the person who did. |
Kάποιος τους προμήθευσε τη συσκευή, υποψιάζομαι από αυτό εδώ το γραφείο. | Someone here has supplied them with it, I suspect from this office. |
Ίσως αυτός προμήθευσε τη Βίβιαν με ηρωίνη. | He might be the guy who supplied the heroin that killed Vivian. |
Όποιος το αρνήθηκε, το προμήθευσε. | Who ever denied it supplied it. |
Όχι, το ρητό λέει "όποιος το αρνήθηκε, το προμήθευσε". | No who ever denied it supplied it. |
Αλλά εμείς τους προμηθεύσαμε τα όπλα. | But it was us who supplied the weapons. |
Αφού εσείς προμηθεύσατε στις κινέζικες αρχές την ιντερνετική δ/νση του κ. Γιουάν | But you supplied the Chinese authorities with Mr. Yuan's IP address. |
Και του προμηθεύσατε. | And you supplied it. |
Μις Γιανγκ, εσείς προμηθεύσατε τον κατηγορούμενο με τη μορφίνη και τον ορό. | In fact, Miss Young, it was you who supplied the defendant... with the morphine and the I. V. |
Έπρεπε να πληρώσω αυτά και παραπάνω για να πάρω αξιόπιστους χάρτες της περιοχής, για να αντικαταστήσω τους άχρηστους χάρτες που μου προμήθευσαν. | I had to pay that and some to get reliable maps of this region to replace the worthless charts they'd supplied me. |
Αυτές οι χώρες ήξεραν για τη βόμβα και την προμήθευσαν στον Αλί; | - but they bought it and supplied it to Ali? - Yeah. - Kim? |
Ερευνούν τα όπλα που προμήθευσαν οι Αμερικάνοι στο Τσονγκ Κινγκ. | They're investigating the arms the Americans supplied to Chongqing. |
Τους προμήθευες με κρέας. | You were supplying their meat. |
- Τους προμήθευε PCP, σωστά; | He was supplying them with PCP, right? |
Έγιναν ποτέ καταγγελίες κατά του κρεο- πώλη, με τον οποίο έχετε σύμβαση, διότι προμήθευε αλογίσιο αντί για καλό βοδινό κρέας; | And was complaint ever made that the butcher you contracted with was supplying horse, instead of good ox beef? |
Αποφάσισε να συνεργαστεί και να μας βοηθήσει με το καρτέλ των Σαλβαδοριανών που προμήθευε. | He's decided to cooperate and help us go after the Salvadorian cartel that was supplying them. |
Μας άφησες να πιστέψουμε ότι ο Λουκ προμήθευε τους μαθητές με δεξτρο-αμφιταμίνες όταν ήξερες από την αρχή ότι ο Μπίλι το διακινούσε. | You let us believe that Luke was supplying students with dextroamphetamines when you knew all along it was Billy who was selling. |
Ο Εσκομπάρ προμήθευε επτά πολιτείες με ναρκωτικά. | - Escobar was supplying drugs to seven states. |
Οι Γριφαρντς μας προμήθευαν με την καλύτερη ποιοτητα προιόντος που υπήρχε. | The Grefards were supplying the highest-quality product anyone had ever seen. |
Η ικανοποίηση μας μεγαλώνει, εφόσον γνωρίζουμε πως προμηθεύοντας την χώρα σας με όπλα. | Satisfaction that is strengthened by the knowledge that in supplying your country with arms, |
- Όχι. Τους έχεις προμηθεύσει ποτέ όπλα; | Ever supplied any of them with weapons? |
Έτσι, ο οποίος θα προμηθεύσει τα φάρμακα; | So, who supplied you the drugs? |
Έχω προμηθεύσει τη Ρώμη με πολλούς απ' τους εξαιρετικότερους πρωταθλητές. | I've supplied Rome with many of it's finest champions. |
Ναι, υπάρχουν ομοιότητες... αλλά για χρόνια, έχουμε προμηθεύσει όπλα σε άλλους κόσμους,... συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από εσάς! | Yes, there are similarities but for years we have supplied weapons to other worlds, including some of you! |
Ο Τόμας Γουάτσον είχε προμηθεύσει με υπολογιστές διάτρητων καρτών και τεχνικούς της ΙΒΜ στους Ναζί, για χρήση στα στρατόπεδα θανάτου. | Thomas J. Watson had supplied his punch card computers - and I.B.M. technicians to the Nazis for use in the death camps. |